Από την αμυχή στον κίνδυνο της γάγγραινας
ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΜΗΤΑΦΙΔΗ
Εκεί που μας χρωστούσαν, μας ζητούν και το βόδι οι γκαιμπελίσκοι και οι τηλε-απολογητές της συγκυβέρνησης για τα «αυγά του φιδιού», ενώ λειτούργησαν ως εκκολαπτική μηχανή και χορηγοί επικοινωνίας.
Ας θυμίσουμε ορισμένες χαρακτηριστικές στιγμές αυτής της τερατογένεσης, που κυοφορήθηκε και με την κακοποίηση της ιστορικής αλήθειας:
Το 1977 ο «γεφυροποιός» της χούντας, υπουργός τότε Εθνικής Άμυνας, Ε. Αβέρωφ, απορρίπτει για πολλοστή φορά κοινή πρόταση της αντιπολίτευσης να καταργηθεί το χουντικό Ν.Δ. 179/1969 που καθιέρωσε την προνομιακή μεταχείριση για τους ταγματασφαλίτες συνεργούς των Ναζί, αφού εξίσωσε την αντιφασιστική αντίσταση με την... «αντίσταση εναντίον των ΕΑΜοβουλγάρων»! Οι κολαούζοι της χούντας στο δημοτικό συμβούλιο Θεσσαλονίκης, υπερθεματίζοντας, τσακίστηκαν να λερώσουν τους δρόμους της πόλης με τα ονόματα αυτών που προϋπάντησαν και συνεργάστηκαν με τους Ναζί.
Εβδομήντα χρόνια μετά, παρακαλώ, η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Κ. Μακεδονίας απορρίπτει απόφαση του ΔΣΘ για τη μετονομασία της «οδού(φον)Βιζουκίδου» σε «Αγωνιστών Πανεπιστημίου», όπως και της οδού Νεμέας σε Γιάννη Χαλκίδη, «διότι δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι»! Στην ίδια και χειρότερη γραμμή το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας επικαλούμενο χουντικά διατάγματα, απέρριψε το αίτημα των αγωνιστών της αντιδικτατορικής αντίστασης και του Δήμου Θεσσαλονίκης να παραχωρηθεί χώρος μνήμης στο Πολεμικό Μουσείο του Γ' Σ.Σ., πρώην «χειρουργείο» της ΚΥΠ, όπου βασανίστηκε και δολοφονήθηκε ο βουλευτής της ΕΔΑ Γ. Τσαρουχάς. «Ιστορικοί σύμβουλοι» - συνεργοί στις κατάπτυστες αυτές αποφάσεις, καθηγητές που «διδάσκουν» Ιστορία στη Δημόσια Εκπαίδευση!
Δεν αποτελεί σατανική σύμπτωση ότι οι αντιδραστικές θεωρίες περί «σύγκλισης των άκρων» αλλά και οι δολοφονίες προοδευτικών - αριστερών πολιτικών ή διανοουμένων - καλλιτεχνών χρησιμοποιούνται για την πρόληψη ή την καταστολή των κοινωνικών αντιστάσεων. Η κυβέρνηση του «εθνάρχη» Καραμανλή χάλκευσε τη θεωρία του «αριστεροχουντισμού» για να δυσφημήσει το αναπτυσσόμενο εργατικό κίνημα το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '70. Κατάληξή της, η μέχρι θανάτου κακοποίηση από αστυνομικούς των Κουμή - Κανελλοπούλου στη διαδήλωση της ΕΦΕΕ για το Πολυτεχνείο, τον Νοέμβριο του 1980.
Δεν άργησε να έρθει και η αποκαθήλωση της καταχρηστικά λεγόμενης «γενιάς του Πολυτεχνείου». Δεν χρεώθηκε μόνο με το άγος της ατομικής τρομοκρατίας, αφού θεωρήθηκε «μέντοράς» της, αλλά και ενοχοποιήθηκε συλλήβδην και αναδρομικά για τη χρεωκοπία της χώρας, επειδή κάποιοι -μετρημένοι στα δάχτυλα- εξαργύρωσαν στο χρηματιστήριο της εξουσίας τις υπαρκτές ή ανύπαρκτες αντιστασιακές τους δάφνες.
Ξεχνάμε ότι, με την κατάρρευση του υπαρκτού σταλινισμού, μια ολόκληρη γενιά μεγάλωσε με το ιδεολόγημα του «τέλους της Ιστορίας και των ιδεολογιών» -δηλαδή της ταξικής πάλης και του σοσιαλισμού-, με την αποκήρυξη των επαναστάσεων ως «βιασμών της ιστορίας», την ιστορική αμνησία ή την ενσταλαγμένη μνήμη, τα εθνικιστικά παραληρήματα του Χριστόδουλου για την «πανταχόθεν βαλλόμενη εθνική μας ιδιοπροσωπία», την καταδίκη του «κομματισμού», την αποθέωση του ατομικισμού και της «κοινωνίας της αγοράς», τα είδωλα της μιντιοκρατίας και την έρημο του εικονικού, με τον φετιχισμό του κεφαλαίου, του ίντερνετ και των «σόσιαλ μίντια».
Γι' αυτό «μια διακήρυξη ενάντια στον φασισμό δεν μπορεί να έχει ίχνος ειλικρίνειας, όταν μένουν ανέπαφες οι κοινωνικές καταστάσεις που τον παράγουν σαν φυσική αναγκαιότητα» έγραφε ο Μπρεχτ. Ούτε αρκεί να πεις ότι είναι μόνο μια συμμορία εγκληματιών και να αναθέσεις την «εξάρθρωσή» της σε μια «αστική δημοκρατία που είναι ανίκανη να αμυνθεί στο δικό της χωράφι ενάντια στους εχθρούς της, που, για να διατηρηθεί, πρέπει να διαλυθεί προοδευτικά μέσα από αναγκαστικούς νόμους και διοικητικές αυθαιρεσίες. Αυτή η αυτοδιάλυση της δημοκρατίας φέρνει στο προσκήνιο τον Βοναπαρτισμό της αποσύνθεσης, που ανυψώνεται πάνω από την κοινωνία και τον κοινοβουλευτισμό της (...) Επομένως πρέπει να ψηφίζουμε ενάντια σε όλα τα μέτρα που δυναμώνουν το καπιταλιστικό - βοναπαρτιστικό κράτος, ακόμα και εκείνα που μπορεί προς στιγμή να προκαλούν προσωρινή δυσαρέσκεια στους φασίστες» έγραφε ο Λ. Τρότσκι στις 13.1.1936, στο πολύ επίκαιρο κείμενό του «Η αστική δημοκρατία και η πάλη εναντίον του φασισμού».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου