Για την εθνικοποίηση του αντιφασισμού και τη στάση της Αριστεράς
Τώρα που γίναμε όλοι αντιφασίστες
Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου
Στην Ελλάδα βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαδικασία εκφασισμού, στην οποία συμμετέχουν –σε διαφορετικούς ρόλους και με διαφορετικές ταχύτητες– διαφορετικοί κοινωνικοί και πολιτικοί “παίκτες”: μερίδες κοινωνικών τάξεων, τμήματα κρατικών μηχανισμών, κόμματα όπως η Χρυσή Αυγή, και μερίδες κομμάτων. Αυτή η πολλαπλότητα, το γεγονός ότι δεν υπάρχει ένα και μοναδικό επιτελείο για την υλοποίηση ενός και μοναδικού σχεδίου, μας ενδιαφέρει, μεταξύ άλλων και γιατί εξηγεί τη ρευστότητα και τις ανατροπές των τελευταίων ημερών.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της διαδικασίας εκφασισμού; “Ενώ η δημοκρατική-κοινοβουλευτική μορφή του κράτους παραμένει επιφανειακά άθικτη, οι σχέσεις των κυρίαρχων τάξεων και των κοινωνικών τμημάτων από τη μια και του κρατικού μηχανισμού από την άλλη δεν διαμεσολαβούνται πλέον αποκλειστικά από τα πολιτικά κόμματα, αλλά αποκτούν χαρακτήρα ολοένα και αμεσότερο” (βλ. Ν. Πουλαντζάς, Φασισμός και Δικτατορία).
Τη διαδικασία αυτή δεν την καθοδηγεί η Χρυσή Αυγή. Όπως η Ακροδεξιά σε όλες τις εκδοχές της, έτσι και η Χρυσή Αυγή είναι μέρος μιας κρατικής στρατηγικής, της “υπερπολιτικοποίησης” του κράτους απέναντι στους αντιπάλους του, και του μετασχηματισμού του κράτους, από εγγυητή της κοινωνικής ειρήνης σε επιτελάρχη της κοινωνικής σύγκρουσης. Η Ακροδεξιά (και είναι αυτό σαφές μετά τα “Δεκεμβριανά” του 2008, όπως και με τη συγκυβέρνηση με τον ΛΑΟΣ, το 2011, και την υπουργοποίηση ακροδεξιών πέραν του ΛΑΟΣ, λίγο αργότερα) καλείται από το κράτος και ριζοσπαστικοποιεί τη στρατηγική του, άλλοτε στηρίζοντάς τη από κρατικές θέσεις και άλλοτε προσκαλούμενη ρητά να τις αναλάβει.
Την ίδια στιγμή, η χρησιμότητα της Χρυσής Αυγής στη στρατηγική αυτή (και, αντίστοιχα, η σημασία μιας αυτοτελούς αντιφασιστικής πολιτικής του δημοκρατικού κόσμου, της Αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου), έχει να κάνει με το βαθμό αυτονομίας των φασιστών από την κυρίαρχη κρατική στρατηγική. Έχει να κάνει, δηλαδή, α) με τη δυνατότητά τους να φτάνουν εκεί που δεν μπορεί να φτάσει ένα κοινοβουλευτικό-δημοκρατικό αστικό κράτος, και ταυτόχρονα, β) με τη δυνατότητά τους να εκπροσωπούν τμήματα της κοινωνίας που πλήττονται από την κυρίαρχη κρατική στρατηγική.
Είμαστε στο μέσο μιας διαδικασίας εκφασισμού – δεν είμαστε όμως στο σημείο “μη επιστροφής” της διαδικασίας αυτής. Θα ήμασταν, αν οι ηγετικές μερίδες του κεφαλαίου είχαν επιλέξει οριστικά τη Χρυσή Αυγή ως κύριο όχημα για την αντιμετώπιση της Αριστεράς. Όμως, μολονότι η Χρυσή Αυγή έχει την οικονομική στήριξη εφοπλιστών, επιχειρηματιών, καναλιών και εφημερίδων μεγάλης κυκλοφορίας, μολονότι ένα μέρος της εκλογικής της βάσης αποτελείται από επιχειρηματίες και εργοδότες, και μολονότι κάποιοι από αυτούς προσφεύγουν ήδη στις υπηρεσίες “security” της οργάνωσης, είναι σαφές ότι –ακόμα τουλάχιστον– η Χρυσή Αυγή α) δεν είναι κόμμα μαζών, β) δεν έχει έρθει σε ρήξη με τα μικροαστικά στρώματα που εκπροσωπεί προκειμένου να στηρίξει το μεγάλο κεφάλαιο, γ) δεν χαίρει εκτίμησης σε διεθνείς επιχειρηματικούς ή πολιτικούς κύκλους (όπως οι Χίτλερ και Μουσολίνι στο Μεσοπόλεμο), συνεπώς δεν αποτελεί αυτή το βασικό όχημα για τη φυγή προς τα μπρος του ελληνικού καπιταλισμού, όπως υπήρξαν οι προκάτοχοί της στα χρόνια του Μεσοπολέμου.
Τα παραπάνω –έρχομαι στις πρόσφατες εξελίξεις– είναι ο κύριος λόγος που όσα βλέπουμε τις τελευταίες μέρες, οι (όποιες) διώξεις και οι (όποιες) φυλακίσεις χρυσαυγιτών, δεν αποτελούν απλώς “επικοινωνιακό κόλπο” . Ούτε ο κατακερματισμός της Δεξιάς είναι κόλπο, ούτε ο ανταγωνισμός για το πάνω χέρι στην δεξιά “πολυκατοικία”, ούτε η διαφοροποίηση στο εσωτερικό της ΝΔ για τη στρατηγική απέναντι στη Χρυσή Αυγή, ούτε και οι διάφορες διεθνείς πιέσεις που ασκούνται στην κυβέρνηση.
Μπορεί λοιπόν να έχουμε δεκάδες λόγους να είμαστε καχύποπτοι με τον εθνικό αντιφασισμό και το υπερθέαμα όπου πρωταγωνιστούν οι μέχρι πρότινος ανυποψίαστοι για τη Χρυσή Αυγή. Μπορεί να μη θεωρούμε ακριβώς ένδειξη δημοκρατικής λειτουργίας των θεσμών την ενεργοποίηση των διωκτικών μηχανισμών υπό το πρόσταγμα των Σαμαρά, Δένδια και Αθανασίου. Και, προφανώς, έχουμε δεκάδες λόγους να μην εμπιστευόμαστε κανέναν από τους τρεις. Όμως θεωρώ θετική εξέλιξη έστω και ένας νεοναζί εγκληματίας να βρεθεί στη φυλακή, προτιμώ τον εθνικό και μιντιακό αντιφασισμό από τον εθνικό και μιντιακό φιλοναζισμό, και εκνευρίζομαι με ένα σημαντικό μέρος της Αριστεράς και του α/α χώρου, που θεωρεί αμελητέο, ύποπτο, ακόμα και επικίνδυνο (!), μια ακροδεξιά κυβέρνηση να ανταποκρίνεται (για τους δικούς της λόγους, με τον τρόπο της, υπό πίεση, και για να αντλήσει οφέλη – πάντως να ανταποκρίνεται) στο πάγιο αίτημά μας να πάψει επιτέλους η ασυδοσία των νεοναζί.
Το τμήμα αυτό της Αριστεράς (που μου θυμίζει τις εμβριθείς αναλύσεις περί “αλλαγής νατοϊκής φρουράς”, ενώ έπεφτε η Χούντα...) μοιάζει να θεωρεί ότι βρισκόμαστε ήδη στο σημείο “μη επιστροφής”. Μένοντας να περιγράφει τις σκοπιμότητες του αντιπάλου, καταγγέλλοντας δηλαδή τον αντίπαλο διότι αυτός κάνει πολιτική, παραιτείται από τα δικά του καθήκοντα, βλέπει παντού ή κυρίως όρια και κινδύνους και πουθενά ευκαιρίες και δυνατότητες – εθισμένο δε στις αποτυχίες και τις αδυναμίες του αντιφασιστικού κινήματος, αδυνατεί να εξοικειωθεί στην ιδέα ότι κάποτε (για τους δικούς του λόγους, για τις δικές του σκοπιμότητες) ο αντίπαλος μπορεί και να υποχωρεί στις πιέσεις μας, πράγμα που σημαίνει νίκη ή, αν μη τι άλλο, στροφή.
Ας θυμίσω εδώ, αν και οι αναλογίες περισσότερο μπερδεύουν παρά βοηθούν, ότι η ιδεολογική ήττα της Αριστεράς στο Μεσοπόλεμο δεν οφειλόταν μόνο στη σκληρή καταστολή που άσκησε το κράτος της Βαϊμάρης: ήταν κυρίως ήττα πολιτική, που μεταξύ άλλων πέρναγε από τον παμφασισμό της Αριστεράς (“όλοι φασίστες”), την παραγνώριση της σύγκρουσης μέσα στο κράτος (μια τέτοια σύγκρουση βρίσκεται σε εξέλιξη και σήμερα), την υποτίμηση των κοινωνικών συμμαχιών και την ταύτιση της κοινωνικής επανάστασης με την ένοπλη εξέγερση.
Την ίδια στιγμή, θεωρώ απολύτως θετικό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αρνείται ρητά τόσο την ερμηνεία της “αλλαγής φρουράς”, όσο όμως και την πολιτική της “Εθνικής Αντιναζιστικής Ενότητας”, παρά τις διάφορες δηλώσεις πίστης στην “ανεξάρτητη δικαιοσύνη”, που μάλλον δεν επιβεβαιώνονται ακριβώς από την πραγματικότητα. Είναι σημαντικό για την Αριστερά να μην παραιτηθεί από την πολιτική, να μην ενδώσει στον καταστροφισμό και να μην παραιτηθεί από τα καθήκοντά της – να πιέζει και να επιβάλλει πολιτικές, αφήνοντας το ίχνος της στο κράτος. Είναι όμως εξίσου σημαντικό και να μην αναθέσει τον αντιφασισμό εξ ολοκλήρου στη δικαστική τήβεννο και τους μασκοφόρους της Αντιτρομοκρατικής. Όχι μόνο λόγω των “πραγματολογικών” δεδομένων – της διάβρωσης δηλαδή των διωκτικών μηχανισμών, επεισόδια της οποιας παρακολουθούμε σε καθημερινή πλέον βάση. Αλλά και λόγω της φύσης και της θέσης των μηχανισμών αυτών, του γεγονότος δηλαδή ότι οι μηχανισμοί αυτοί βρίσκονται αντικειμενικά μακριά από τον κοινωνικό έλεγχο.
Ο νεοναζισμός δεν είναι αποκλειστικά και μόνο ποινικό φαινόμενο – αν και είναι και τέτοιο. Χρειάζεται λοιπόν να είμαστε συγεκριμένοι απέναντι στο πρόβλημα. Θέλουμε τους εγκληματίες νεοναζί στη φυλακή και θέλουμε την άρση της κρατικής επιδότησής τους: η ουσία, εδώ, είναι η πολιτική βούληση, και είναι η ουσία που προσδιορίζει τη διαδικασία της λήψης αυτών των μέτρων. Θέλουμε τη διάλυση των νεοναζιστικών θυλάκων μέσα στο κράτος και τη δικαστική διερεύνηση του πολιτικού χρήματος προς τη Χρυσή Αυγή. Παραμένουμε αντιφασίστες και αντιμνημονιακοί, γιατί μας ενδιαφέρουν εξίσου οι αιτίες και τα αποτελέσματα της ανόδου του νεοναζισμού – συνεπώς δεν χωράμε στο συνταγματικό-δημοκρατικό τόξο των αντιπάλων μας, ιδίως όταν αυτό ενοχοποιεί τον αντιμνημονιακό αγώνα και τους Αγανακτισμένους ως θερμοκοιτίδα της Χρυσής Αυγής [1]. Διεκδικούμε, τέλος, την οριστική ήττα της Χρυσής Αυγής, τόσο μέσα στο κράτος, όσο και με πρωτοβουλίες μέσα στην κοινωνία – αντί απλώς να σχολιάζουμε τις καθυστερήσεις και τις παλινωδίες της διαδικασίας με την οποία διώκονται οι φασίστες.
Ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ, στο βαθμό που διεκδικεί την εξουσία, είναι κρίσιμο να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι η εξουσία δεν πρόκειται να του παραχωρηθεί, κι ότι η επιβίωση της Χρυσής Αυγής σε όποια μορφή, θα του είναι εδώ σημαντικό εμπόδιο. Εξίσου κρίσιμο όμως είναι και να συνεννοηθούμε ότι οι όροι της διεκδίκησης της εξουσίας από τη ΝΔ δεν μας είναι αδιάφοροι. Χρειάζεται λοιπόν να δούμε πώς η αλλαγή των όρων αυτών μπορεί να μη μετατεθεί για έναν ευνοϊκότερο συσχετισμό, κάποτε άλλοτε, στο απροσδιόριστο μέλλον.
Το κείμενο αποτελεί εισήγηση στην ανοιχτή συζήτηση του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, με τίτλο “Το αντιφασιστικό κίνημα απέναντι στις νέες εξελίξεις” (2.10.2013). Την εκδήλωση άνοιξαν οι Νίκος Γιαννόπουλος και Νασίμ Λομανί.
______
[1] Το επιχείρημα που συνδέει Σύνταγμα και Χρυσή Αυγή, και που τελευταία προβάλλεται και από το ΚΚΕ, δεν διαψεύδεται μόνο από την καταγγελία του κινήματος των πλατειών από τη Χ.Α.. To διαψεύδει επίσης η δημοσκοπική εκτόξευση της Χ.Α, που δεν καταγράφηκε τους μήνες μετά το κίνημα, αλλά λίγους μήνες μετά, με το δεύτερο Μνημόνιο, και τη μνημονιακή στροφή της ΝΔ, το Φλεβάρη του 2012 (Γ. Μαυρής, βλ. εδώ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου