Στυμμένη λεμονόκουπα
Απομαγνητοφωνώ: «Δέκα χρονών.
Παιδί; Αντρας που τρώει το ψωμί μου τσάμπα και βερεσέ, έλεγε ο πατέρας
μου. Γι' αυτό μ' έδιωξε. 'Η μάλλον με νοίκιασε, κατά το συνήθειο της
εποχής.
Σ' έναν συμπατριώτη, ξάδερφο του δημάρχου που με ζήτησε να με
πάρει στη δούλεψή του και συμφώνησε να του στέλνει ένα μικρό ποσό κάθε
μήνα σε αντάλλαγμα. Εκλαψε και τον παρακάλεσε η μάνα μου να μη δεχτεί.
Με μερικά χαστούκια και την απειλή της ζωστήρας, η αντίδρασή της
κάμφθηκε. Με δύο κλοτσιές με πέταξε έξω απ' το σπίτι κι έκλεισε την
πόρτα. Μόνο καθώς ξεμάκραινα, ο πατέρας μου μου φώναξε: "Κοίτα ρε, μη με
ντροπιάσεις στον αφεντικό σου".
»Ο αφεντικός μου, λοιπόν, ήτανε μεγάλη απάτη. Κύριος με τα όλα
του απ' έξω, οικογενειάρχης, αλλά υπόκοσμος, αλητεία στην
πραγματικότητα. Είχε στήσει μια φάμπρικα κερδοφόρα. Μάζευε ψωραλέους
πιτσιρικάδες απ' τα χωριά και τους έφερνε στην Αθήνα, τους έβγαζε στη
ζητιανιά, τους έκανε λουστράκια στην καλύτερη. Ενα χάλασμα στο
Μεταξουργείο χρησίμευε για σπίτι. Μερικές τάβλες για κρεβάτι, μία σκάφη
για πλύσιμο κι ένα πετρογκάζ. Εμεινα μέσα κει ώς την ενηλικίωσή μου.
Δούλευα απ' τα εφτά ξημερώματα ίσαμε το βράδυ. Ο,τι κέρδιζα, πήγαινε
στον αφεντικό μου. Αλίμονο, αν προσπαθούσες να κρύψεις ή να κρατήσεις
κάτι για τον εαυτό σου. Επεφτε ραβδί, άγριο ραβδί μέχρι σακατέματος.
Ο αφεντικός μου είχε γνωριμίες και πλάτες γερές. Γαλονάδες, άλλοι
της αστυνομίας, άλλοι του στρατού. Ητανε μπασμένος -που λένε- σε κόλπα
γερά. Καβατζάροντας τα 15, ήμουν πια τσογλάνι τελειωμένο, αμούσταγο
ακόμη μα τσογλάνι. Μ' έστειλε σε κάποιους "δικούς" του, σε πιο σοβαρές
δουλειές. Τον πρώτο καιρό πούλαγα τσαμπουκά σε κάτι μαγαζάτορες, έπειτα
φοβέριζα τις μανάδες των αριστερών που είχε βάλει στο μάτι η ασφάλεια:
"Πού ήτανε ο γιος σου χθες το βράδυ;", "μάζεψε τον, γιατί θα τόνε
τουλουμιάσουμε" και τέτοια. Μετά με βάλανε σε προβοκάτσιες, τρύπωνα
νύχτα σε γραφεία της ΕΔΑ και έκρυβα διάφορα, ώστε να τα βρει δήθεν σε
έφοδο η αστυνομία και να ενοχοποιήσει τα στελέχη της. Τον καιρό που
γίνονταν οι διαδηλώσεις (Ιούλιος του '65) υπέρ του γερο-Παπανδρέου είχα
εντολή μαζί με άλλους να σπάσουμε και να κάψουμε.
»Να ξεκόψω απ' αυτή τη βρομιά... μια κουβέντα είναι. Ανατράφηκα
στο βόθρο, καταλαβαίνεις; Μόνο αυτό ήξερα να κάνω στη ζωή, μόνο αυτό
ήξερα για ζωή. Να δέρνω, να ρουφιανεύω. Το πιστεύεις ότι με κυρίευε μιαν
άγρια χαρά, όταν σκόρπιζα τον πόνο, το μίσος; Εκδίκηση έπαιρνα. Εβγαζα
το απωθημένο μου, για το ξύλο που 'χα φάει απ' τον πατέρα μου, την
κακοπέραση, τον εξευτελισμό απ' τον αφεντικό μου. Οταν κατάλαβα πού και
πόσο ήμουν μπλεγμένος, ήτανε αργά. Ηρθε η χούντα κι όλος εκείνος ο
υπόκοσμος πήρε τ' απάνω του».
Η ιστορία εκμαιεύτηκε με μεγάλη δυσκολία. Ο αφηγητής, διστακτικός
εξαρχής, σηκώθηκε να φύγει, το μετάνιωσε, στο τέλος είπε: «Η τιμωρία
της συνείδησης είναι πιο φοβερή απ' αυτήν της Δικαιοσύνης. Δεν έκανα
οικογένεια, προτίμησα να ζω μαγκούφης. Τι παιδιά να φτιάξω και τι να
τους πω; Μια ζωή πεταμένη στα σκουπίδια... Ας είναι, γράψ' τα, μόνο
όνομα μην πεις»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου