Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Καλύτερα αριστερός και πλούσιος παρά δεξιός και φτωχός

Καλύτερα αριστερός και πλούσιος παρά δεξιός και φτωχός


  Αυγουστίνος Ζενάκος

Engels mark
Ο Φρειδερίκος Ένγκελς σε μάρκο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας
Η φασαρία που σηκώθηκε για τα πόθεν έσχες των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ με βρήκε σε γνώριμη θέση: νομίζω, δεν πολυσυμφωνώ με τα περισσότερα από όσα ειπώθηκαν. Ή μάλλον, συμφωνώ ίσως με κάμποσα, αλλά νομίζω ότι το πιο ενδιαφέρον ζήτημα -αν όχι το πιο κρίσιμο, και, στο κάτω κάτω, κρίσιμο για ποιον από όλους;- είναι άλλο. Ναι, ασφαλώς, το να είναι νόμιμη η προέλευση των χρημάτων είναι σημαντικό, όπως και ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει πειστικά τι τεραστίου μεγέθους επικοινωνιακή μπανανόφλουδα είναι να βρίσκονται βουλευτές σου με αμοιβαία κεφάλαια στην εταιρεία που παρουσιάζεις περίπου ως το απόλυτο καπιταλιστικό κακό. Όμως, πιστεύω ότι όλα αυτά φωτίζουν λιγότερο από όσο θα ήταν χρήσιμο την ιδεολογική διάσταση της όλης φασαρίας…


Άσχετα λοιπόν με τα ερωτήματα περί της προέλευσης των χρημάτων, που τέθηκαν κι απαντήθηκαν περισσότερο ή λιγότερο ικανοποιητικά, καθώς και πέραν του ζητήματος της ασύμμετρης προβολής του θέματος από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, που σωστά επισημάνθηκε, αυτό που πρέπει να καταστεί σαφές είναι ότι οι «κατηγορίες» εναντίον των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ συναρτώνται με μια κλασική αντιαριστερή στρατηγική, ίσως την κλασικότερη, η οποία συνοψίζεται στην εξής πρόταση: η Αριστερά ίσως και να έχει δίκιο αλλά εσύ δεν είσαι πραγματικός αριστερός.

Η πρόταση αυτή παίρνει διάφορες μορφές, η συνηθέστερη ωστόσο είναι μάλλον η περίφημη μομφή για τον «αριστερό με τη δεξιά τσέπη». Αυτή η πανίσχυρη κοινοτοπία έχει στόχο εκείνον που αν και δηλώνει αριστερός, δεν είναι πραγματικά αριστερός, διότι πώς γίνεται να υποστηρίζει όσα υποστηρίζει από τη στιγμή που ο ίδιος δεν υφίσταται τις κοινωνικές κακουχίες, από τη στιγμή που ο πλούτος του τον προστατεύει προσωπικά;

Αν ακούσει κανείς, λόγου χάρη, τον Ευκλείδη Τσακαλώτο να μιλάει γι” αυτό το θέμα, μπορεί να σχηματίσει μια πολύ καλή ιδέα τόσο του τρόπου με τον οποίο (του) απευθύνεται η μομφή όσο και της εύλογης αντίκρουσής της. Πιστεύω ωστόσο ότι η αντίκρουση αυτή, καίτοι εύλογη, προσπερνά με σχετική ευκολία την ιδεολογική διάσταση αυτής της αντιαριστερής στρατηγικής και παραβλέπει το τεράστιο ενδιαφέρον που παρουσιάζει η ισχύς της κοινοτοπίας «αριστερός με δεξιά τσέπη». Και το ενδιαφέρον έγκειται στο γεγονός ότι -όπως κάθε αποτελεσματικό ιδεολογικό εργαλείο- η κοινοτοπία αυτή εδράζεται σε υπαρκτές αντιφάσεις. Έστω και αν, δηλαδή, η μομφή είναι εκ του πονηρού, αυτό δεν σημαίνει ότι το πρόβλημα δεν είναι «πραγματικό».

Κατά πρώτον, η καθημερινή αφήγηση της Αριστεράς, η αφήγηση «πρώτου επιπέδου», στο οποίο εντούτοις εκτυλίσσεται δυστυχώς το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου πολιτικού διαλόγου, καθώς όχι μόνο συνιστά μια διαμαρτυρία για την κοινωνική αδικία αλλά συναρτά αυτή τη διαμαρτυρία με τον εντοπισμό και τη στοχοποίηση των κοινωνικών δομών και των οικονομικών πρακτικών που καθιστούν την αδικία συστημική, δυσκολεύεται να εντάξει στη ροή της το υποκείμενο που είναι εκεί από επιλογή και όχι από ανάγκη. Κατά μία έννοια, δικαίως: Διότι αυτή η «επιλογή» γεννά μεν μια δέσμευση, η δέσμευση αυτή όμως είναι οριστικά μη απόλυτη. Με άλλα λόγια, αν ως αριστερός παραδέχομαι ότι η κοινωνική ανισότητα είναι συστημική, σε ποιο σημείο παραδέχομαι επίσης ότι ο πλούτος που κατέχω ως πλούσιος είναι ακριβώς παράγωγο αυτού του συστήματος, τον κατέχω δηλαδή άδικα;

Φυσικά, όλοι ζούμε στον παρόντα κόσμο, και συνεπώς όλοι κάνουμε χρήση των δομών του παρόντος συστήματος, εργαζόμαστε στο πλαίσιο μιας «οικονομίας της αγοράς», ψωνίζουμε σε τιμές φιξαρισμένες από καρτέλ, κάθε φορά που αγοράζουμε σχεδόν οτιδήποτε κάποιος κερδίζει από την υπεραξία της εργασίας κάποιου άλλου και τα λοιπά. Είναι όμως προφανές ότι από αυτή την αναπόφευκτη ένταξη στο υπάρχον σύστημα ως την περιουσία εκατομμυρίων, υπάρχει απόσταση. Πού τίθεται λοιπόν το όριο; Και με ποιον τρόπο; Πόσο πλούτο μπορείς να κατέχεις ωσότου πεις: από δω και πέρα, τον κατέχω άδικα;

Μου φαίνεται ότι το όριο αυτό μόνο αυθαίρετα μπορεί να τεθεί. Εξ ου και η ηθικολογική προσέγγιση που έκανε την εμφάνισή της -να δωρίσουν οι βουλευτές χρήματα σε «δομές αλληλεγγύης», «αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις» κτλ-, σα να λέμε, δηλαδή: μπορεί να είναι πλούσιοι αλλά αν αποδείξουν ότι είναι καλοί πλούσιοι, δεν υπάρχει θέμα. Με αυτό τον τρόπο το πρόβλημα, στο πλαίσιο της καθημερινής αφήγησης, καταλήγει να διατυπώνεται ως έλλειμμα συνέπειας («γεννήματα ἐχιδνῶν, πῶς δύνασθε ἀγαθὰ λαλεῖν πονηροὶ ὄντες»!), κάπως σαν αυτό που λείπει να είναι ενός είδους αυτοταπείνωση, προκειμένου να αναγνωριστεί -χριστιανικώ τω τρόπω- στον αριστερό το χάρισμα να θεραπεύει τον κοινωνικό πόνο. Και ούτε βοηθάει εδώ η επίκληση των θρυλικών μορφών που μπορεί να έτυχαν ευκατάστατοι -σε αυτό το σημείο συνήθως ακούει κανείς για το υφαντουργείο του πατέρα του Ένγκελς ή, ακόμη ακόμη, για τον Πρίγκηπα Κροπότκιν- κι όχι μόνο διότι η απόσταση ανάμεσα στις ιστορικές αυτές φυσιογνωμίες και στον Γιώργο Σταθάκη ή στον Ευκλείδη Τσακαλώτο είναι αναπόφευκτα αγεφύρωτη, αλλά κυρίως επειδή αποτελεί μάλλον αποτυχία ως απάντηση σε μια ηθικολογία να επιστρατεύεται η αντιδιαμετρική ηθικολογία.

Κατά δεύτερον, η κοινοτοπία του «αριστερού με τη δεξιά τσέπη» αντλεί μέρος της δύναμής της -κι ας είναι λιγάκι αστείο- από ένα είδος απλοϊκού μαρξισμού: βασίζεται στην παραδοχή ότι ο καθένας εκπροσωπεί την τάξη του. Συνεπώς, τίποτε το ασυνεπές δεν υπάρχει σε έναν δεξιό πλούσιο. Ένας αριστερός πλούσιος, ωστόσο, ο οποίος δεσμεύεται από τα συμφέροντα της τάξης του όπως και ο οποιοσδήποτε άλλος, δεν μπορεί παρά να αποτελεί απάτη. Κι επειδή ο πλούτος τεκμηριώνεται ευχερέστερα από την πολιτική δέσμευση, η απάτη δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στην αριστεροσύνη.

Η Αριστερά έχει πράγματι στο οπλοστάσιο των επιχειρημάτων της απαντήσεις γι” αυτή την απλοϊκή ταξική ανάλυση, όλα τα περί «ταξικών αποστατών», λόγου χάρη. Και, φυσικά, δεν αληθεύει ότι ο καθένας εκπροσωπεί την τάξη του – τουλάχιστον όχι με αυτόν τον ευθύγραμμο τρόπο. Αν ήταν έτσι, η Δεξιά θα ήταν μόνο οι κληρονόμοι του παλαιού πλούτου και ο «συντηρητισμός» θα περιοριζόταν σε όσους έχουν κάτι να συντηρήσουν. Αντ” αυτού, μια χαρά δεξιοί μπορεί να είναι -κατά πλειοψηφία, σύμφωνα τουλάχιστον με την ποιοτική ανάλυση των αποτελεσμάτων των τελευταίων εκλογών- οι αγρότες και όσοι δηλώνουν ως επάγγελμα «οικιακά» ή τα χαμηλότερα μορφωτικά στρώματα, κατά τεκμήριο μη προνομιούχα. Εκεί λοιπόν δεν μας δυσκολεύει καθόλου να διαπιστώσουμε πως ένα μέλος κατώτερων τάξεων εμφορείται από «συντηρητικές» αξίες, έστω κι αν τις μοιράζεται με μέλη άλλων τάξεων, με τις οποίες όχι μόνο δεν έχει κοινά συμφέροντα αλλά μάλιστα τα συμφέροντά του συγκρούονται με τα δικά τους.

Γιατί όμως να μας παραξενεύει ότι ενώ οι «ταξικοί αποστάτες» που κατοικούν στη Δεξιά, τη στιγμή που βάσει της τάξης τους θα έπρεπε να ανήκουν στην Αριστερά, είναι ένα φαινόμενο εξηγήσιμο, στην αντίστροφη περίπτωση η ισχύς της κοινοτοπίας «αριστερός με δεξιά τσέπη» παραμένει; Θέλω να πω, ο λόγος για τον οποίο το πρώτο δεν μας κάνει εντύπωση, ενώ μας κάνει το δεύτερο, είναι ότι και τα δύο δεν μπορεί παρά να εννοιολογούνται στο πλαίσιο της ιδεολογίας που κυριαρχεί. Η περίπτωση του φτωχού δεξιού εξηγείται στο πλαίσιο του σχήματος συναίνεσης που περιγράφεται από το κοινωνικό συμβόλαιο της Φιλελεύθερης Δημοκρατίας, ενώ η περίπτωση του πλούσιου αριστερού προσκρούει στον καταστατικό, ιστορικά προσδιορισμένο, ρατσισμό της Φιλελεύθερης Δημοκρατίας για την Αριστερά: κάτι που ή το έχεις στο αίμα σου ή δεν θα το έχεις ποτέ.

Γι” αυτό και μου προκάλεσαν μάλλον ενόχληση οι πιο πολλές υπερασπιστικές γραμμές που έκαναν την εμφάνισή τους – από το ζήτημα της «νομιμότητας» της προέλευσης των χρημάτων ως τις προτάσεις για δωρεές (και ως τον δύσμοιρο τον Ένγκελς, ο οποίος εκεί στον κομμουνιστικό παράδεισο όπου βρίσκεται όλο και θα βρίζει: «Ρε Κάρολε, γαμώ το κεφάλαιό μου μέσα, δεν στέλναμε κανέναν Μπακούνιν να το κάψει το εργοστάσιο του μπαμπά μου, εκατόν πενήντα χρόνια και βάλε η ίδια ιστορία…»). Και με ενόχλησαν όχι γιατί, όπως είπα στην αρχή, διαφωνώ, αλλά γιατί εντέλει εσωτερικεύουν την ενοχή, ξεχνώντας αυτό που η Αριστερά οφείλει να θυμάται και που να το ξεχνάει αποτελεί ατόπημα αφάνταστα μεγαλύτερο από το να έχει αμοιβαία κεφάλαια: Απέναντι δεν βρίσκονται απλώς πρόσωπα, συμφέροντα, πράξεις, παρανομίες κτλ – ούτε καν «τάξεις». Βρίσκεται μια ιδεολογία που είναι κυρίαρχη, ένας τρόπος ερμηνείας, ένας τρόπος καθολικής αφήγησης, ο οποίος καθότι κυρίαρχος περιγράφει τα πάντα – και εμάς τους ίδιους. Δεν χάνει η Αριστερά όταν την περιγράφει ως κάτι κακό. Χάνει όταν αποδέχεται το δικαίωμά του να περιγράφει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου