Θέλει η Αριστερά να κυβερνήσει;
Του Νίκου Ξυδάκη
Η σημαντικότερη ερώτηση που απευθύνουν στην Αριστερά οι πολίτες είναι αν θέλει και αν μπορεί να κυβερνήσει. Η Αριστερά πρόβαλε ως δύναμη εξουσίας, απλά και ξεκάθαρα, την άνοιξη του 2012, πριν από τη διπλή εκλογική αναμέτρηση - και προκάλεσε τη μετατόπιση ενός εκατομμυρίου ψηφοφόρων. Τέτοια δυναμική εξουσίας από την Αριστερά είχε να φανεί από τα χρόνια του αντιστασιακού ΕΑΜ, και τέτοια εκλογική μετατόπιση από το 1958, του 24% της ΕΔΑ. Ακόμη και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τέτοια δυναμική είχε να φανεί από τα χρόνια ακμής του κραταιού PCI, επί Μπερλινγκουέρ, όταν το 1976 κατέγραψε 34,4% στις εθνικές εκλογές.
Ας ξαναδιαβάσουμε την ιστορία
Κοινό χαρακτηριστικό σε όλες τις ιστορικές κορυφώσεις των αριστερών δυνάμεων, στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία, τη Χιλή, τη Γαλλία, μπορούμε να πούμε ότι ήταν, αφενός, ένας βαθμός ιδεολογικής και πρακτικής ηγεμονίας μέσα στην κοινωνία· αφετέρου, η συγκρότηση ευρύτατων συμμαχιών με άλλα πολιτικά ρεύματα και δυνάμεις. Είναι γνωστή και προφανής η πατριωτική, α῾῾῾῾ντιφασιστική και λαϊκομετωπική φυσιογνωμία του ΕΑΜ, αλλά και η συμμαχία σοσιαλιστών-κομμουνιστών στη Γαλλία, από το Λαϊκό Μέτωπο του 1936 και τις κυβερνητικές συμμαχίες στην Απελευθέρωση, έως τις συμμαχικές κυβερνήσεις Μιτεράν (1981) και Ζοσπέν (1996).
Τέλος, η ιδιοφυής πλην ατελέσφορη σύλληψη του ιστορικού συμβιβασμού από τον Μπερλινγκουέρ στην Ιταλία επεδίωκε μια σύγκλιση κομμουνιστών και καθολικών για εδραίωση και εμβάθυνση της δημοκρατίας, και συνέβη αμέσως μετά το πραξικόπημα και τη δολοφονία του αριστερού προέδρου Αλλιέντε στη Χιλή, το 1973. Ο Μπερλινγκουέρ ανέγνωσε την καταστροφική δύναμη της αντιμεταρρύθμισης στη Χιλή και την περιγραφή του Αντόνιο Γκράμσι για την απολυταρχική στροφή που παίρνει το κράτος σε περίοδο κρίσης. Δυστυχώς, το γκραμσιανής πνοής compromesso storico του Μπερλινγκουέρ δεν προχώρησε, εκτός των άλλων, εξαιτίας των πολιτικών συγκλονισμών της ιταλικής κοινωνίας τη δεκαετία ‘70 (anni di piombo - μολυβένια χρόνια), και εξαιτίας μιας σειράς συνωμοσιών (στρατηγική της έντασης, Gladio, P2) που κορυφώθηκαν με τη δολοφονία του προνομιακού συνομιλητή του, χριστιανοδημοκράτη ηγέτη Αλντο Μόρο.
Γιατί ξαναδιαβάζουμε την ιστορία; Για να αντιληφθούμε ότι το ερώτημα εξουσίας που απευθύνει στον ΣΥΡΙΖΑ ο ελληνικός λαός, υπό συνθήκες ανθρωπιστικής κρίσης και βαθέος κοινωνικού μετασχηματισμού, είναι όχι μόνο θεμιτό, αλλά επιβάλλεται να απαντηθεί με ειλικρίνεια και πειστικότητα. Το ΚΚΕ απαντά στο ερώτημα με ένα ξερό όχι· πρέπει πρώτα να πέσει ο καπιταλισμός. Ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται όμως να πιστεύει και στη βελτίωση της επίγειας ζωής, πριν από τη Δευτέρα Παρουσία του Σωτήρος· τουλάχιστον αυτό διαφάνηκε στα χρόνια της κρίσης, και γι’ αυτό μέγα πλήθος εκλογικών προσφύγων από τις πιο ενεργές παραγωγικές τάξεις και ηλικίες, προδομένο από τα κόμματα του Ancien Regime, εστράφη προς αυτόν το καλοκαίρι του ‘12. Οφείλει λοιπόν να απαντήσει πειστικά και ειλικρινά, αν θέλει και μπορεί να διαχειριστεί τη λαϊκή εντολή - φυσικά, όχι με ανάθεση αλλά με πολυεπίπεδη συμμετοχή των πολιτών.
Τόλμη και διαύγεια στις απαντήσεις
Η απάντηση πρέπει να περιέχει όχι μόνο την εκφρασμένη βούληση για διακυβέρνηση, αλλά και μια ακριβή περιγραφή της πραγματικότητας. Όχι με υποσχέσεις για ενέργειες που δεν μπορούν να εκπληρωθούν λόγω έλλειψης αντικειμενικών προϋποθέσεων. Η αλήθεια είναι σκληρή, αλλά πρέπει να λέγεται διαρκώς, να μην καλλιεργούνται προσδοκίες που εύκολα θα διαψευσθούν. Στο ορατό μέλλον η δημοκρατική και παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας θα απαιτήσει ιδρώτα και δάκρυα, επιμονή, υπομονή, προπάντων συμμετοχή και φαντασία. Διαρκή ενεργό συμμετοχή για τον αυτοπροσδιορισμό, το ψωμί, το όνειρο, την ατομική και συλλογική ευτυχία.
Παρόμοια τόλμη και διαύγεια πρέπει να χαρακτηρίζει τις απαντήσεις για την κριτική στάση της Αριστεράς απέναντι στη νεοφιλελεύθερη ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ευρωκριτική δεν ταυτίζεται με τον ακροδεξιό ευρωσκεπτικισμό, όπως επιχειρούν διαρκώς να πράξουν οι εγχώριοι εντολείς του ιερατείου των Βρυξελλών, αλλά αναδεικνύεται ως η μόνη δημιουργική στάση απέναντι στην επίθεση των ελίτ για την κατεδάφιση του ιδρυτικού φεντεραλισμού και του ευρωπαϊκού κεκτημένου του κοινωνικού κράτους.
Η εσπευσμένη εισαγωγή ευρωομολόγου, η αμοιβαιοποίηση του χρέους, η ροή θεσμικών κεφαλαίων για την ανασυγκρότηση των πληγωμένων χωρών της Ευρώπης, η εμβάθυνση της δημοκρατίας στα ευρωπαϊκά όργανα αποφάσεων, ακόμη και οι αιρετικές τοποθετήσεις Ευρωπαίων ηγετών, όπως λ.χ. ο Όσκαρ Λαφονταίν και ο Ζακ Μελανσόν, εναντίον της ασύμμετρης ευρωζώνης και υπέρ μιας παράλληλης συνδεόμενης νομισματικής ζώνης, ή υπέρ της ριζικής αναδιαπραγμάτευσης για μια νέα ιδρυτική συνθήκη, είναι μερικά από τα ισχυρά επιχειρήματα της ελληνικής και ευρωπαϊκής Αριστεράς, που μπορούν να τεθούν προς συζήτηση και πρέπει να αγγίξουν τους πολίτες για την εκλογική ανατροπή. Το δίλημμα «εντός ή εκτός ευρώ» είναι εκβιαστική μετατόπιση από το ουσιώδες ερώτημα «Ποια Ευρώπη;» Άλλωστε, ειδικά στην Ελλάδα, τουλάχιστον το ένα τρίτο του πληθυσμού βρίσκεται πρακτικά εκτός ευρώ, στη ζώνη της φτώχειας και της πληβειοποίησης.
Η Ευρώπη, μετά το κραχ του 2008, δεν είναι δεδομένη και αυτονόητη. Δεν είναι δεδομένα η γερμανική ηγεμονία, η ίδια τυφλή νεοφιλεύθερη πορεία, ο γεωπολιτικός τυχοδιωκτισμός. Η κλιμακούμενη κρίση στην Ουκρανία, η στροφή της Ρωσίας προς την Κίνα και την Ινδία, το ισχυρότατο ενδεχόμενο αποσκίρτησης της Βρετανίας από την Ε.Ε. το 2017, επηρεάζουν βαθιά τον γεωπολιτικό και γεωοικονομικό συσχετισμό δυνάμεων. Μια αριστερή διακυβέρνηση στην πιο τραυματισμένη χώρα της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης θα ήταν ο ιστορικός καταλύτης για μια νέα εποχή. Το βάρος μιας τέτοιας ευθύνης είναι μεγάλο, αλλά οι εναλλακτικές οδοί για την Ελλάδα είναι ήδη γνωστές: αποικιοποίηση και μετανάστευση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου