Ο ΣΑΒΒΑΣ ΡΟΜΠΟΛΗΣ ΔΗΛΩΝΕΙ ΟΤΙ Ο Α. ΤΣΙΠΡΑΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ ΝΑ ΑΠΟΤΥΧΕΙ
ΣΥΡΙΖΑ άμεσης απόδοσης
«Πρέπει να γίνει ένα μείγμα συλλογικών διαπραγματεύσεων, βελτίωσης του επιπέδου των μισθών, κινητοποίηση της ζήτησης, επαναδραστηριοποίηση του αχρησιμοποίητου παραγωγικού δυναμικού»
Του ΣΑΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗ
«Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει περιθώρια να αποτύχει», δηλώνει στην «Ε» ο επί 24 χρόνια επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ και υποψήφιος ευρωβουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ, καθηγητής Σάββας Ρομπόλης.
Επειτα από 24 χρόνια στο τιμόνι του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, ο Σάββας Ρομπόλης μπαίνει, μέσω ΣΥΡΙΖΑ, στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Και βλέπει εκλογές πολύ νωρίτερα από το Φεβρουάριο ή το Μάρτιο του 2015. «Ισως και μέχρι το τέλος του χρόνου», τονίζει.
Επειτα από 24 χρόνια στο τιμόνι του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, ο Σάββας Ρομπόλης συνταξιοδοτήθηκε και παραδίδει τη σκυτάλη. Μ'αυτή την ευκαιρία, κάνει μια αναδρομή στις οικονομικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια στη χώρα και στην Ευρώπη, που είχαν ως αποτέλεσμα να φτάσουμε στην επιβολή των πολιτικών των μνημονίων και στις σκληρές της επιπτώσεις στη ζωή των Ελλήνων.
«Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορέσει να αλλάξει έστω και σε κάποιο βαθμό την υπάρχουσα κατάσταση, θα ηττηθεί. Υπάρχουν σειρά προβλημάτων και στο παραγωγικό και στο κοινωνικό επίπεδο κι επομένως νομίζω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να επεξεργαστεί ένα κυβερνητικό σχέδιο άμεσης απόδοσης, οικονομικά και κοινωνικά. Πρέπει να γίνει ένα μείγμα συλλογικών διαπραγματεύσεων, βελτίωσης του επιπέδου των μισθών, κινητοποίηση της ζήτησης, επαναδραστηριοποίηση του αχρησιμοποίητου παραγωγικού δυναμικού των επιχειρήσεων». Το ΙΝΕ, σε συνεργασία με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, έχει την εμπειρία από περιφερειακές μελέτες ανάπτυξης που έκανε σε διάφορες περιφέρειες, Πελοπόννησο, Θράκη και άλλες, από τις οποίες διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν αναπτυξιακές δυνατότητες στη χώρα.
«Απλώς πρέπει να γίνει ένας σχεδιασμός, να επιλέξει ο ΣΥΡΙΖΑ ποιοι θα είναι οι ηγετικοί και ποιοι οι συμπληρωματικοί κλάδοι, και αντίστοιχα να μπει σε μια διαδικασία επενδυτικής δραστηριότητας και κινήτρων. Κατά περιφέρεια και όχι κατά γενικό και αφηρημένο επίπεδο». Οπως επισημαίνει, αν δεν αντιμετωπιστεί σε άμεσο επίπεδο η ανθρωπιστική κρίση, και δεν υπάρξει ταυτόχρονα δημιουργία συνθηκών της παραγωγικής ανασυγκρότησης, τα πράγματα θα χειροτερέψουν και αυτό θα στραφεί και ενάντια στην πολιτική παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ. «Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει περιθώρια να αποτύχει», υπογραμμίζει ο Σ. Ρομπόλης.
Καταδεικνύει ως αιτία τού ότι ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να μην πείθει τους ψηφοφόρους, τον μικρό πολιτικό χρόνο που είχε για να επεξεργαστεί συγκεκριμένες πολιτικές απόψεις. «Νομίζω ότι φταίει η διαφοροποίηση των απόψεων που υπάρχουν. Θεωρώ ότι είναι δικαιολογημένες αυτές οι διαφοροποιήσεις απόψεων, γιατί υπήρξε μια έκρηξη του ποσοστού του ΣΥΡΙΖΑ -από 3-4% μέσα σε μια τετραετία σε 27%- και σ'αυτή την περίοδο δεν πρόλαβε να κάνει μια εσωτερική ζύμωση και καταστάλαξη συγκεκριμένων απόψεων».
Θεωρεί όμως ότι αυτή η διαδικασία βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. «Είναι μια διαδικασία που γίνεται ήδη. Είναι λογικό, γιατί δεν του δόθηκε ο αναγκαίος πολιτικός χρόνος για να επεξεργαστεί ή και να συνθέσει διαφορετικές απόψεις. Και νομίζω εξαιτίας αυτού χάνει και σε ποσοστά. Εξαιτίας της συντόμευσης του απαραίτητου πολιτικού χρόνου για να επεξεργαστεί συγκεκριμένα και στοχευμένα το εναλλακτικό του κυβερνητικό πρόγραμμα». Υπογραμμίζει, όμως, ότι δεν έχει άλλη επιλογή. «Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει άλλη επιλογή από το να τα καταφέρει», καταλήγει ο Σ. Ρομπόλης.
Πώς φτάσαμε εδώ
Επειτα από 24 χρόνια, το πρώτο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Σ. Ρομπόλης είναι ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν έδειξε την κατάλληλη ετοιμότητα να συζητήσει με τα συνδικάτα και να δει με ποιον τρόπο θα εντάξει στην πολιτική του τις διαφορετικές απόψεις τους. «Νομίζω ότι μετά τη μεταπολίτευση, με έναν τρόπο θα έλεγα αλαζονικό και συγκεντρωτικό, δεν μπόρεσε το πολιτικό σύστημα να συζητήσει και τις διαφορετικές απόψεις. Αν τα τελευταία χρόνια μετά τη μεταπολίτευση το πολιτικό σύστημα, όπως έγινε στις βόρειες χώρες της Ευρώπης, επιδείκνυε αυτή την ικανότητα, τα πράγματα σήμερα θα ήταν διαφορετικά.
Η δεκαετία του '70
Αυτό είναι ένα συμπέρασμα που έχω βγάλει και τεκμηριώνεται σε όλες τις συναντήσεις που έχω κάνει αυτά τα 24 χρόνια με τη ΓΣΕΕ, με υπουργούς, υφυπουργούς, με οποιονδήποτε». Απόψεις που, όπως λέει, ήταν διαφορετικές, ήταν όμως πάντα τεκμηριωμένες. «Γι' αυτό και θα έπρεπε, εφόσον μιλάμε για κοινωνικούς φορείς και ιδιαίτερα για τον κόσμο της εργασίας, να γίνει μία σύνθεση στα πλαίσια χάραξης μιας στρατηγικής ανάπτυξης, αναδιανομής του εισοδήματος, απασχόλησης, ανανέωσης της τεχνολογίας παραγωγής στην ελληνική οικονομία κ.λπ. Αντίθετα, οι πολιτικές ηγεσίες έδειχναν έναν πιο ευνοϊκό προσανατολισμό στα ακούσματα των εργοδοτών.
Το πρόβλημα ξεκινάει από τη δεκαετία του '70. «Στη δεκαετία του '70 έχουμε την παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού, η οποία εκφράζεται με την άνοδο στην τιμή του πετρελαίου και τον πληθωρισμό. Επομένως, εκείνη την περίοδο έρχεται η σχολή του Σικάγου και λέει ότι για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα θα πρέπει να πάμε σε ένα άλλο υπόδειγμα παραγωγικής ανανέωσης του καπιταλισμού, νέων συνθηκών συσσώρευσης, κι αυτός θα είναι ο φιλελευθερισμός».
Και αμέσως βρέθηκαν αυτοί που ήταν πρόθυμοι να υιοθετήσουν και να εφαρμόσουν αυτή την άποψη. «Σ'αυτή την πορεία μπήκαν οι φυσικοί διαχειριστές, που είναι τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα, και βέβαια, κάποια στιγμή στην πορεία, μπήκαν και τα σοσιαλιστικά κόμματα. Και γι' αυτό τα σοσιαλιστικά κόμματα περνούν αυτή την κρίση. Γιατί προθυμοποιήθηκαν να γίνουν οι διαχειριστές της μετάβασης από το συλλογικό σύστημα, τη συλλογική σύμβαση, τη συλλογική διαπραγμάτευση, στο νεοφιλελεύθερο σύστημα. Αυτή ήταν η κυρίαρχη άποψη. Και στα συνέδρια. Επομένως ήταν μία αντίληψη που την είχαν υιοθετήσει τα σχολεία, τα ερευνητικά κέντρα, τα κυρίαρχα κόμματα (χριστιανοδημοκράτες, συντηρητικά κόμματα, και μετά όσα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα επέλεξαν να κολλήσουν δίπλα τους). Και βέβαια σήμερα περνάμε τις συνέπειες αυτής της ιστορίας».
Στην Ελλάδα, η απαραίτητη αιτία ήταν το δημόσιο χρέος. «Στην Ελλάδα ήρθε αυτή η άποψη να επιβληθεί. Και η έννοια της επιβολής στηρίχτηκε στο πρόβλημα που είχαμε με το δημόσιο χρέος και το δημόσιο έλλειμμα. Επομένως είναι μια γενικότερη κυρίαρχη άποψη, η οποία ήρθε στην Ελλάδα με την επιβολή».
Και πάντα υπάρχουν οι καλοθελητές. «Σε πολιτικό επίπεδο βρέθηκαν οι πολιτικές δυνάμεις που υιοθέτησαν αυτή την άποψη για να την εφαρμόσουν». Μια άποψη που φαινόταν από την αρχή ότι μας πάει στο γκρεμό. «Και βέβαια, στις πρώτες συναντήσεις που κάναμε με τον πρόεδρο της ΓΣΕΕ, οι δυο μας με την τρόικα, όταν μας ανακοίνωσαν το πρόγραμμα, προτού ακόμη ανακοινώσουν επίσημα ότι αυτό θα εφαρμοστεί, κι εμείς σε επόμενες συναντήσεις αντιδρούσαμε τεκμηριωμένα λέγοντας τι θα συμβεί στο ΑΕΠ, πόσες επιχειρήσεις θα κλείσουν κ.λπ., μας έλεγαν ότι κάναμε λάθος. Εμείς, μας έλεγαν, έχουμε κάνει μια προβολή μακροοικονομική, που δείχνει ότι θα δημιουργηθούν βραχυχρόνια κάποια προβλήματα, αλλά η κίνηση που θα δοθεί στην οικονομία μέσα από την ανταγωνιστικότητα, την αύξηση των εξαγωγών κ.λπ. θα επουλώσει και θα αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα της ανεργίας. Αλλά το 2012 έδειξε ότι οι προβλέψεις μας επαληθεύονται».
Μετα-νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα
Χρειάζεται, πλέον, κάτι νέο. «Γι' αυτό μιλάω για την αναγκαιότητα ενός μετα-νεοφιλελεύθερου υποδείγματος. Πρέπει να φύγουμε απ' αυτή τη μετάβαση στο νεοφιλελευθερισμό και να πάμε σε ένα νέο υπόδειγμα που θα λέει "μετά το νεοφιλελευθερισμό, τι;". Και νομίζω αυτή τη στιγμή το διακύβευμα και του επιστημονικού και του πολιτικού κόσμου είναι ακριβώς αυτό. Μετά την αποτυχία της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης των πόρων, τι θα υπάρξει;», καταλήγει ο καθηγητής Σάββας Ρομπόλης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου