Ο καθένας δικαιούται να μη γουστάρει την κυβέρνηση, να μη γουστάρει τον ΣΥΡΙΖΑ, να μη γουστάρει τον Τσίπρα. Και να πολιτεύεται αναλόγως. Να αντιπολιτεύεται ή και να πολεμάει την κυβέρνηση όσο σκληρά το επιθυμεί. Απ' αυτό το σημείο, όμως, ώς εκείνο όπου μετατρέπεται σε ιμάντα διακίνησης των επιθυμιών, των απαιτήσεων μάλλον (και των εκβιασμών) των δανειστών της χώρας, υπάρχει απόσταση. Και απόσταση εθνικής αξιοπρέπειας τη λες...


Το «φαινόμενο» αφορά κόμματα, φορείς, πρόσωπα. Αφορά προπάντων πολιτικούς σχολιαστές, καθώς και δημοσιολογούντες κάθε λογής. Κάποιοι από τους οποίους ενεδύθησαν οικειοθελώς αυτό τον ρόλο σχεδόν από την αρχή της τρέχουσας διαπραγμάτευσης. Τον ρόλο του διακινητή, του θερμού μάλιστα υποστηρικτή των απόψεων, συχνά των σκέτων ισχυρισμών των δανειστών. Και μάλιστα της μερίδας εκείνης των δανειστών των εχθρικότερα διακείμενων προς τη χώρα μας. Ακούσαμε έτσι, και τι δεν ακούσαμε. Ότι, ας πούμε, η ελληνική πλευρά αρνείται να φέρει στοιχεία. Κι ότι, ακόμη, δεν ξέρει τι θέλει, ότι δεν έχει σχέδιο, ότι δεν κομίζει προτάσεις. Ότι περιορίζεται σε θεωρίες και γενικότητες. Με αποτέλεσμα να μην μπορεί επ' ουδενί η άλλη πλευρά να συνεννοηθεί μαζί της.

Ε, λοιπόν, αυτή η άποψη υπήρξε, για πολύ μεγάλο διάστημα, κοινός -και επίμονος- τόπος της προπαγάνδας του αντικυβερνητικού μετώπου, εσωτερικού και διεθνούς. Η οποία, θα πρέπει να πούμε, έχει ήδη περάσει σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης. Επειδή, και μόνο, έτσι ήθελαν οι δανειστές να πιστέψουμε. Και επειδή υποστηρίχθηκε με ιερή μανία από τους εγχώριους διακινητές. Αντί της αλήθειας, της αυταπόδεικτης αλήθειας ότι, απλώς, οι ελληνικές προτάσεις δεν ήταν του γούστου των ξένων. Άλλα ήθελαν ν' ακούσουν και άλλα άκουγαν. Τα δεδομένα της «5ης αξιολόγησης» συγκεκριμένα ήθελαν ν' ακούσουν, τα περιλαμβανόμενα στο e-mail Χαρδούβελη. Μόνο που η νέα ελληνική κυβέρνηση και, βεβαίως, η διαπραγματευτική της ομάδα βρίσκονταν σε εντελώς διαφορετικό πολιτικό σύμπαν. Επειδή ακριβώς αυτός ήταν ο ρόλος τους. Σύμφωνα με τους δεδομένους κυβερνητικούς προγραμματικούς σχεδιασμούς, όπως προέκυπταν από τη λαϊκή εντολή της 25ης Ιανουαρίου...

  Και τι δεν ακούμε...
Έτσι λοιπόν πορευτήκαμε ώς τα σήμερα και έτσι εξακολουθούμε να πορευόμαστε, με μεγαλύτερο μάλιστα πάθος τώρα, οπότε μαζεύει ο καιρός. Βλέπουμε, λοιπόν, πρωτοστατούντων βεβαίως των μεγάλων, των συστημικών καναλιών (εκείνων που θεωρούν ότι απειλούνται από τη νέα εξουσία), να ξεδιαλέγονται, με θαυμαστή επιμέλεια, τα ξένα δημοσιεύματα, τα πλέον δυσοίωνα για τις προοπτικές της χώρας μας. Να ξεδιαλέγονται οι ομοίως δυσοίωνες, οι λογικής Σόιμπλε και Τόμσεν δηλώσεις, και να υπερπροβάλλονται ως οι απόλυτες αλήθειες. Υιοθετούμενες καθ' ολοκληρίαν και εντελώς άκριτα κι ανεπεξέργαστα, εννοείται, από τους «πρόθυμους» δικούς μας. Συνοδευόμενες από τις δέουσες πιέσεις προς την ελληνική κυβέρνηση να προσγειωθεί, να προσαρμοστεί, να επιδείξει ρεαλισμό, να υπογράψει τέλος πάντων, εδώ και τώρα, ό,τι νάναι και όπως νάναι. Υπογράψτε γιατί χανόμαστε ένα πράμα.

Ακούμε έτσι τον Αντώνη Σαμαρά να καλεί τον Αλέξη Τσίπρα «να απαλλαγεί από τις ιδεοληψίες του». Όπου ως -κατά Σαμαρά- «ιδεοληψίες» ορίζονται η άρνηση αποδοχής των ομαδικών απολύσεων, η επιμονή στην επαναφορά των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας αλλά και η προσαρμογή του κατώτατου μισθού στα όρια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η απόκρουση της απαίτησης για περαιτέρω μείωση των συντάξεων, η μη προσχώρηση στην επιμονή των δανειστών για ΦΠΑ σε ύψη δυσθεώρητα. 

Ακούμε τον Σταύρο Θεοδωράκη να ορίζει ως μόνη κόκκινη γραμμή την παραμονή στην Ευρωζώνη. «Ευρώ πάση θυσία» μ' άλλα λόγια, με ό,τι και όσες υποχωρήσεις αυτό συνεπάγεται. Και να καλεί ωσαύτως ο επικεφαλής του Ποταμιού τον Τσίπρα να απαλλαγεί από τους «σκληρούς» του κόμματός του. Με ό,τι και αυτό συνεπάγεται. Να στηριχτεί, συγκεκριμένα, σε άλλες, σε «προσαρμοστικότερες» κοινοβουλευτικές δυνάμεις. 

Ακούμε τον Βαγγέλη Βενιζέλο να προεξοφλεί το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων στην επίμονη προσπάθειά του να αποδείξει ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος πέρα από κείνον που ο ίδιος με τον Σαμαρά ακολούθησαν. Και ακούμε, προπάντων, τους δημοσιογραφικούς ιμάντες μεταφοράς των απαιτήσεων των δανειστών να παπαγαλίζουν ό,τι πιο τρομολαγνικό σενάριο διακινείται οπουδήποτε, μέσα και έξω. Εγκαλώντας, εννοείται, την κυβέρνηση ότι δεν σπεύδει να προλάβει τις συμφορές, υποκύπτοντας στις όποιες απαιτήσεις.

Δεν ξέρω πόσο υπερβολικοί ή και πόσο ανοίκειοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι χαρακτηρισμοί που αποδόθηκαν σε κάποιους, τους γνωστούς «κάποιους», ως «5η φάλαγγα» ή ως «τρόικα εσωτερικού». Το βέβαιο είναι ότι πολιτικές συμπεριφορές σαν κι αυτές που ζούμε, που παρακολουθούμε, που υφιστάμεθα καιρό τώρα, κινούνται πράγματι στα όρια της εθνικής αναξιοπρέπειας...