Η πραγματική «ίσαλος γραμμή» του διαλόγου για την Παιδεία
Τριαντάφυλλος Μηταφίδης*
Πρέπει να έχουμε την ικανότητα να συμπυκνώσουμε τις αλλαγές που επιδιώκουμε σε Μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα διασφαλίσουν τον χαρακτήρα της εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού, και θα αποτελέσουν την ίσαλο γραμμή, για τις αλλαγές που θα προέλθουν από οποιαδήποτε πολιτική μεταβολή.
O κοινωνικός διάλογος για την Παιδεία που ξεκίνησε παρά τα εμπόδια και τους αφορισμούς των δογματικών, αφορά στο συνολικό χαρακτήρα που πρέπει να έχει μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Στον αείμνηστο Αλέξη Δημαρά ανήκει η επισήμανση ότι «όλες οι ως τώρα ρυθμίσεις και μεταρρυθμίσεις (με εξαίρεση όσα έγιναν ή σχεδιάστηκαν την περίοδο 1928-1932), όλες, αναφέρονται σε μία μόνο- άλλοτε μικρότερη και άλλοτε μεγαλύτερη- περιοχή του συστήματος. Έτσι το σύστημα που προκαλεί σήμερα τη γενική δυσφορία είναι ένα κακότεχνο, δύσμορφο μωσαϊκό με ασαφή συνολική εικόνα, δηλαδή με ασαφή τελικό στόχο.» Και καταλήγει σε μια χρήσιμη διαπίστωση και για την τρέχουσα συγκυρία: «Τώρα επιβάλλεται, επιτέλους, να μελετηθούν όλα μαζί, με συνδετικούς κρίκους και τομές, με συνέχεια και συνέπεια από τη μία βαθμίδα στην άλλη, με ξεκαθάρισμα των εξαρτήσεων της μιας βαθμίδας από την άλλη, με εξασφάλιση των υλικών μέσων και κατάλληλα εκπαιδευμένου προσωπικού, σεβασμό (και όχι βιασμό) των δυνατοτήτων ή των αδυναμιών όλων των παιδιών και των νέων».
Σήμερα, 53 χρόνια από το «15%» και 42 χρόνια από το αιματοβαμμένο έμβλημα του Πολυτεχνείου «ψωμί-παιδεία – ελευθερία», το «βαθύ κράτος» της αμάθειας, θα συνεχίσει να εγκλωβίζει το παρόν και το μέλλον της κοινωνίας στην ημιμάθεια, αν δεν αποτινάξουμε επιτέλους το ζυγό του νεοφιλεύθερου ζουρλομανδύα που πνίγει την Ευρώπη.
Στην πενταετία των μνημονίων οι δημόσιες δαπάνες για την Παιδεία μειώθηκαν κατά 35,6%, εξωθήθηκαν σε αποχώρηση 30.000 εκπαιδευτικοί και έγιναν ελάχιστες προσλήψεις - τα δύο τελευταία χρόνια μηδενικές - με αποτέλεσμα να έχουμε διεθνώς ένα από τα πιο γερασμένα σχολεία σύμφωνα και με την πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ. Αντίθετα, φέτος για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, σε συνθήκες οικονομικού καταναγκασμού, οι δαπάνες του προϋπολογισμού για την Παιδεία σταθεροποιούνται στο 2,8% του ΑΕΠ, ενώ έπεφταν συνεχώς ως ποσοστό του ΑΕΠ. Στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, διατίθενται για το 2016 ποσά ύψους 590 εκατομμυρίων ευρώ, περισσότερα από εκείνα του 2015. Επίσης, δεν θίγονται τα κονδύλια για την φοιτητική μέριμνα.
Μόνο η «επικαιροποίηση» του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος 2013-16, που με τόσο πάθος εξακολουθούν να υπερασπίζονται και σήμερα οι «λωτοφάγοι» των μνημονιακών κυβερνήσεων, πετσόκοβε τις εκπαιδευτικές δαπάνες κατά 14,2%. Αποτέλεσμα: το 2016 οι πραγματικές δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού για τη Δημόσια Εκπαίδευση θα βάλτωναν στο ιστορικά χαμηλό 2,15% του ΑΕΠ με αποτέλεσμα, να απογειωθούν μόνιμες παθογένειες του εκπαιδευτικού συστήματος, οι οποίες μάλιστα εντάθηκαν αφόρητα στις ακραίες συνθήκες των τελευταίων χρόνων.
Ο πρόσφατα εκλιπών Στέφανος Στεφάνου, από τις πλέον σεμνές και εμβληματικές μορφές της Αριστεράς, έγραφε στην αυτοβιογραφία του «Ένας απ' τους πολλούς της ελληνικής Αριστεράς 1941-1971» [……] το κίνημα για το 15% στην Παιδεία «πλουτίζει το κίνημα της Ελληνικής Νεολαίας με μια μακρόπνοη θεσμική προοπτική, που δεν συνοψίζει απλώς μονολεκτικά τα αιτήματα της σπουδάζουσας και μαθητικής νεολαίας, διατυπώνει τα πρώτα ψήγματα μιας άλλης δημοσιονομικής αντίληψης και προφανώς μιας άλλης επενδυτικής πολιτικής: με κέντρο τον άνθρωπο, τον πνευματικό εξοπλισμό του, την ανάπτυξη των δεξιοτήτων, την εύρυνση των οριζόντων του». Επέμενε ακόμη πως η βαθιά γνώση και η συλλογικότητα αποτελούν από κοινού την κινητήρια δύναμη τόσο της κοινωνίας όσο και της Αριστεράς που θέλει να την αλλάξει ριζικά, ξεκινώντας από τα πλέον πιεστικά της προβλήματα.
Στην αντίθετη κατεύθυνση, ένας από τους τρόπους να συσκοτίζεται ιδεολογικά η κοινωνική και πολιτική φύση των πραγματικών προβλημάτων της χώρας είναι να τα βαφτίζουν «εθνικά», διορθώνοντας αυθαίρετα το Σολωμό που θεωρούσε «εθνικό ό,τι είναι αληθινό». Μέχρι τώρα η επίκληση της αναγκαιότητας για «εθνική συνεννόηση» μέσω του διαλόγου χρησιμοποιήθηκε από την εξουσία για πάσης φύσεως σκοπούς: από την εξωτερική πολιτική έως και τα θέματα της Παιδείας όλα τα ζητήματα φορτίζονταν από μια εθνικιστική ρητορική η οποία προσπαθούσε να «κατασκευάσει συναινέσεις» για προειλημμένες αποφάσεις, όπως συνέβη συχνά με τους πάσης φύσεως «εθνικούς διαλόγους για την Παιδεία» που λανσάρισε ο αλήστου μνήμης δικομματισμός.
«Εθνικός» ή κοινωνικός διάλογος λοιπόν; Το ζήτημα δεν εξαντλείται στην αξιοπιστία και στη διακηρυγμένη πρόθεση της σημερινής κυβέρνησης να επιδιώξει ένα διευρυμένο και ειλικρινή διάλογο. Ούτε, φυσικά, στο ότι ο διάλογος, ως κοινωνική λειτουργία και αξία, έχει καταντήσει στο παρελθόν «κατά συνθήκην ψεύδος».
Όσοι/ες όμως τον εννοούν ως κοινωνική αναγκαιότητα δεν πρέπει να περιοριστούν σε συνθήματα. Οφείλουν να ανοίξουν άμεσα κοινωνικά μέτωπα για την προάσπιση-αναβάθμιση της Δημόσιας Δωρεάν Εκπαίδευσης και να συγκροτήσουν συμμαχίες όχι μόνο κορυφής αλλά προπαντός στη χειμαζόμενη βάση της κοινωνίας. Πρέπει να τιμήσουν την υπόσχεση που έδωσαν με τους αγώνες τους μέχρι σήμερα «ότι θα οργανώσουν από κοινού το διάλογο με την κοινωνία για τη μεγάλη υπόθεση της υπεράσπισης της Δημόσιας και Δωρεάν Εκπαίδευσης». Θυμίζουμε ότι η ΟΛΜΕ, με επιστολή της στις 5-11-2004 προς τον τότε πρωθυπουργό και τους αρχηγούς των κομμάτων, είχε τονίσει τις παρακάτω «σταθερές» ώστε να είναι ουσιαστικός και χρήσιμος ο διάλογος:
α) να μην είναι αποσπασματικός, αλλά να συμπεριλάβει όλα τα μεγάλα ζητήματα της εκπαίδευσης (κατοχύρωση του δημόσιου χαρακτήρα του σχολείου και βελτίωση της λειτουργίας του, αναβάθμιση της θέσης του εκπαιδευτικού κ.λπ.).
β) να συμμετέχουν θεσμοθετημένα σε αυτόν όλοι οι φορείς της εκπαιδευτικής κοινότητας,
γ) να επιδιωχθούν συνθέσεις και να μη γίνει προσπάθεια να επιβληθούν προειλημμένες κυβερνητικές αποφάσεις,
δ) να μην είναι προσχηματικός και αποπροσανατολιστικός,
ε) να είναι ουσιαστικός και παραγωγικός, να οδηγεί δηλαδή σε λύσεις των χρόνιων και οξυμένων προβλημάτων,
στ) να υπάρχει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα πορείας και ολοκλήρωσής του κοινά συμφωνημένο και από τους εκπαιδευτικούς φορείς και, τέλος,
ζ) να δημιουργεί δεσμεύσεις για την κυβέρνηση σε συμπεράσματα και προτάσεις επί των οποίων υπάρχει σύμφωνη γνώμη των εκπαιδευτικών φορέων.
Αξίζει εδώ τέλος, να επικαλεστούμε για μια ακόμα φορά τη Ρόζα Ιμβριώτη, βάζοντας την ακόμη και σήμερα επίκαιρη διάγνωσή της στην καρδιά του διαλόγου για την Παιδεία : «Τα αιτήματά μας πρέπει να γίνουν κοινά αιτήματα για όλο το λαό. […] Να μην αποξενωθούμε από τη μάζα, αντίθετα να κάνουμε τη μάζα να νιώσει τον κοινωνικό ρόλο του εκπαιδευτικού και να δει πως τα ζητήματά του δεν είναι υπόθεση μόνο δική του, αλλά κι ολόκληρου του λαού».
* βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ, Συντονιστής Επιτροπής Παραγωγής - Ελέγχου Κυβερνητικού Έργου (ΕΠΕΚΕ) στην Παιδεία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου