Η ενημέρωση δεν είναι κομμωτήριο
Λευτέρης Κρέτσος*
Τα μέσα ενημέρωσης έχουν διφυή υπόσταση. Ασφαλώς και λειτουργούν εντός του οικονομικού πλαισίου και της αγοράς, όπως οι υπόλοιπες επιχειρήσεις. Από την άλλη πλευρά, οφείλουν κυρίως και προεχόντως να υπηρετούν την πολυφωνία, την αντικειμενική πληροφόρηση και τη δημοκρατία.
Σε πρόσφατη αρθρογραφία τους, στελέχη της μείζονος αντιπολίτευσης και ο ίδιος ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ταυτίζουν τους τηλεοπτικούς σταθμούς με κομμωτήρια, βενζινάδικα και καφετέριες, ισχυριζόμενοι πως αφού δεν υφίσταται ρύθμιση του αριθμού των τελευταίων, δεν θα έπρεπε να υφίσταται ούτε των πρώτων.
Καταρχάς, προς υπεράσπιση των κομμωτηρίων (και όχι μόνο), να σημειώσουμε το εξής: Επί των ημερών Ν.Δ. - ΠΑΣΟΚ, ούτε μία ελληνική μικρομεσαία επιχείρηση δεν βρήκε πρόσβαση σε χρηματοδότηση σαν κι αυτή που μοιράστηκε απλόχερα στους τηλεοπτικούς σταθμούς, προκειμένου να τους κρατήσει ανοιχτούς, με αντάλλαγμα την πολιτική στήριξή τους στις εκάστοτε κυβερνήσεις.
Αντιθέτως, κομμωτήρια, βενζινάδικα και καφετέριες αφέθηκαν ή και οδηγήθηκαν στο κλείσιμο, με αποτέλεσμα να εκτοξευτούν τα λουκέτα και η ανεργία. Το τίμημα για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των καναλιών το πλήρωσε ο ίδιος ο ελληνικός λαός, μέσω των επανειλημμένων ανακεφαλαιοποιήσεων των τραπεζών.
Δεύτερον, οι υπηρεσίες που παρέχουν οι τηλεοπτικοί σταθμοί δεν είναι συγκρίσιμες με αυτές της όποιας άλλης επιχείρησης. Η ενημέρωση και η ποιοτική ψυχαγωγία είναι δημόσια αγαθά, προστατευόμενα από το άρθρο 15 του Συντάγματος. Είναι υποχρέωση της Πολιτείας η διασφάλιση της ανεμπόδιστης, αντικειμενικής και με ίσους όρους παροχής τους.
Δημόσιο αγαθό είναι και οι ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες, επί των οποίων εκπέμπουν οι τηλεοπτικοί σταθμοί. Ο αριθμός των τηλεοπτικών αδειών που θα απονεμηθούν αποφασίστηκε λαμβάνοντας υπόψη και το –διαρκώς απομειούμενο– διαθέσιμο φάσμα για ψηφιακή τηλεοπτική ευρυεκπομπή, τις τεχνολογικές εξελίξεις και την αναγκαιότητα συγκρότησης μιας συνεκτικής τηλεπικοινωνιακής πολιτικής για τη χώρα μας.
Τρίτον, σε ό,τι αφορά την οικονομική βιωσιμότητα των τηλεοπτικών σταθμών, τα στελέχη της αντιπολίτευσης αναρωτιούνται «αν κάποιο κανάλι θέλει να λειτουργήσει με μικρότερο κόστος από αυτό των 50 εκατ. ευρώ, ποιος θα του το απαγορεύσει»;
Ουδείς φυσικά προτίθεται να υπαγορεύσει στις τηλεοπτικές επιχειρήσεις τα του οίκου τους. Με προϋπόθεση βέβαια ότι η συνταγματικά κατοχυρωμένη υποχρέωση παροχής υψηλής ποιοτικής στάθμης προγραμμάτων θα τηρείται.
Η εμπειρία 27 χρόνων ιδιωτικής τηλεόρασης με «προσωρινές» άδειες έδειξε ότι παρότι τα κανάλια συνεχίζουν να δαπανούν κατά μέσο όρο 50 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο, όπως προκύπτει από τους ισολογισμούς τους, μόλις σταμάτησαν τα θαλασσοδάνεια και υποχρεώθηκαν να πληρώσουν τους φόρους που προβλέπει η νομοθεσία, ούτε οι εργασιακές σχέσεις ήταν βέλτιστες και ποιοτικές (βλ. απλήρωτους εργαζόμενους, μαζικές απολύσεις και περικοπές μισθών), ούτε τα τηλεοπτικά προγράμματα είχαν υψηλή ποιοτική στάθμη (βλ. εισβολή ξένων σίριαλ χαμηλής ποιότητας, ατέρμονες επαναλήψεις σειρών 20ετίας, προκλητική αδιαφορία για ισοτιμία στην παρουσίαση των ειδήσεων), ούτε φυσικά αποφεύχθηκαν χρεοκοπίες και «κανόνια» (βλ. Alter).
Τέταρτον, πρέπει να τονιστεί το εξής: ο πλουραλισμός στην ενημέρωση δεν ταυτίζεται με τον αριθμό των καναλιών που εκπέμπουν. Στα χρόνια της κρίσης, οι εν λειτουργία τηλεοπτικοί σταθμοί ήταν μεν επτά, η ενημέρωση όμως που παρείχαν, ιδίως σε κρίσιμες για τον τόπο στιγμές, όπως στο δημοψήφισμα, ήταν μονομερής και ελέγχεται για την αντικειμενικότητά της.
Ο ν. 4339/2015 δίνει τέλος στις παθογένειες αυτές. Το τηλεοπτικό τοπίο που φέρνει ο διαγωνισμός για τις άδειες θα χαρακτηρίζεται από απόλυτη διαφάνεια ως προς τα οικονομικά και το ιδιοκτησιακό καθεστώς των καναλιών, σεβασμό στο εργατικό δίκαιο, εξασφάλιση θέσεων εργασίας.
Τα κανάλια που θα αδειοδοτηθούν θα είναι υποχρεωμένα, καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της άδειας, να κάνουν χρηστή διαχείριση των οικονομικών τους, να εξυπηρετούν τις φορολογικές και τραπεζικές υποχρεώσεις τους, καθώς και να συμμορφώνονται με τη συνταγματική επιταγή για εκπομπή προγράμματος υψηλού ποιοτικού επιπέδου και αντικειμενικής ενημέρωσης του πολίτη. Και δεν σταματάει η εξυγίανση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου στο θέμα της αδειοδότησης.
Η πρόβλεψη εφαρμογής μιας ηλεκτρονικής πλατφόρμας διάθεσης και αγοράς διαφημιστικού χρόνου στο μέλλον αποτελεί την απάντηση στην ανάγκη ύπαρξης περισσότερης διαφάνειας και της παροχής ποιοτικής λειτουργίας των τηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης.
Παρ’ όλα αυτά, αν υπάρχει ένα σημείο στο οποίο οι παρεμβάσεις της αντιπολίτευσης μας βρίσκουν απολύτως σύμφωνους, είναι αυτό όπου προτείνεται η «ισχυροποίηση των ανεξάρτητων ελεγκτικών μηχανισμών».
Ας το ακούσουν πρώτοι και καλύτεροι οι ίδιοι, και ας σταματήσουν επιτέλους τη συνειδητή παρεμπόδιση της στελέχωσης του ΕΣΡ, η οποία έχει οδηγήσει την ανεξάρτητη Αρχή σε αδυναμία εκπλήρωσης των πλέον στοιχειωδών καθηκόντων της.
Είναι δεδομένο πλέον ότι ο διαγωνισμός για τις άδειες θα προχωρήσει κανονικά και θα ολοκληρωθεί με απόλυτη διαφάνεια, ισότιμη μεταχείριση των υποψηφιοτήτων και θετικό αποτέλεσμα για τα δημόσια ταμεία και το δημόσιο συμφέρον.
Η έμφαση τώρα θα πρέπει να δοθεί στην ενίσχυση του ΕΣΡ και τη ρύθμιση του έτερου κόμβου φοροαποφυγής και αδιαφάνειας, δηλαδή της αγοράς τηλεοπτικής διαφήμισης.
Η κυβέρνηση έχει ολοκληρωμένο ρυθμιστικό σχέδιο για τα μέσα ενημέρωσης, το οποίο υλοποιεί βήμα βήμα. Οχι για να ελέγξει το περιεχόμενο, όπως της καταλογίζεται, κάτι τέτοιο είναι αντισυνταγματικό και αδύνατον να γίνει σήμερα, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι το επιθυμούσε.
Η ανομία και η αδιαφάνεια δεν αποτελούν στοιχεία ούτε της δημοκρατίας ούτε του πλουραλισμού. Αντίθετα, ευνοούν απροκάλυπτα μια μερίδα πολιτικών και επιχειρηματιών. Τους ίδιους που υπερασπίζεται η αρθρογραφία των κομμωτηρίων.
*γενικός γραμματέας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου