Γιατί γέρνει δεξιά ο Κυριάκος;
Δημήτρης Ψαρράς
Η ακροδεξιά ρητορική του Κ. Μητσοτάκη έρχεται σε αντίθεση και με την πάγια τακτική του κόμματός του να διεκδικεί τον χώρο του Κέντρου, αλλά και με τις δικές του εξαγγελίες αμέσως μετά την εκλογή του και αυτό που την επιβάλλει είναι οι εκλογικές επιτυχίες μιας σειράς ξενοφοβικών, λαϊκιστικών και ακραίων κομμάτων και ηγετών.
Μπορεί στην τελευταία του τηλεοπτική εμφάνιση ο Κυριάκος Μητσοτάκης να κράτησε σχετικά χαμηλούς τόνους (συνέντευξη στον Αντώνη Σρόιτερ, «Alpha», 4.9.2018), αλλά είναι γεγονός ότι εδώ και αρκετό καιρό η Νέα Δημοκρατία υπό την ηγεσία του έχει μεταβληθεί σε ένα κόμμα με σκληρή δεξιά ατζέντα, με αντικομμουνιστική ρητορική, με επιστροφή σε στερεότυπα της προδικτατορικής ΕΡΕ, αν όχι του Συναγερμού, και με πρωταγωνιστές στελέχη που όχι μόνο προέρχονται από την Ακροδεξιά, αλλά διεκδικούν και να μπολιάσουν το νέο κόμμα τους με τις ιδέες και τις πρακτικές των οργανώσεων από τις οποίες προέρχονται.
Η μεταστροφή του κ. Μητσοτάκη
Μπορεί να είναι πλέον ορατή από όλους η προσχώρηση του κ. Μητσοτάκη σε μια παλαιοδεξιά πολιτική λογική, αλλά αυτό δεν συνέβη αυτόματα. Στην πρώτη του μάλιστα ομιλία προς τα στελέχη του κόμματός του, λίγες μέρες μετά την εκλογή του στη θέση του προέδρου, επαναλάμβανε στόχους που ακούγονταν την περίοδο της αρχηγίας και πρωθυπουργίας Κώστα Καραμανλή: «Η εντολή τους [σ.σ. εκείνων που τον ψήφισαν] είναι απολύτως ξεκάθαρη: ενωμένοι να προχωρήσουμε στη δημιουργική ανανέωση της Νέας Δημοκρατίας, ώστε σύντομα η Νέα Δημοκρατία να γίνει πάλι η μεγάλη κεντροδεξιά παράταξη». Και λίγο πιο κάτω: «Θέλουμε να εκφράσουμε ιδιαίτερα τους πολίτες οι οποίοι αισθάνονται πολιτικά άστεγοι, αυτούς οι οποίοι αναζητούν πολιτική στέγη στο κέντρο του πολιτικού φάσματος, στον χώρο ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ». Στην ίδια ομιλία δεν δίστασε να κάνει και αυτοκριτική για τον χώρο της Δεξιάς: «Γιατί ο λαϊκισμός δεν προέρχεται πάντα μόνο από την Αριστερά» (14.1.2018).
Μιλώντας, μάλιστα, κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Γκι Φερχόφστατ, προέδρου της Συμμαχίας Φιλελευθέρων και Δημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θα επιτεθεί στον λαϊκισμό Δεξιάς και Αριστεράς και θα πει για το κρίσιμο μεταναστευτικό ζήτημα ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που λέει σήμερα η Νέα Δημοκρατία:
Σήμερα στην Ευρώπη συγκρούονται δύο σχολές σκέψεις. Η πρώτη, η επικρατέστερη, αυτή που εκφράζεται από την καγκελάριο της Γερμανίας, η οποία δίνει έναν μεγάλο αγώνα να αντιμετωπιστεί το προσφυγικό-μεταναστευτικό πρόβλημα μέσα από την ευρωπαϊκή του διάσταση. Είναι μια θέση με την οποία κι εμείς, ως χώρα, έχουμε κάθε συμφέρον να συντασσόμαστε. Κι από την άλλη, κάποια κράτη-μέλη, πρόσφατα μάλιστα μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που περιχαρακώνονται σε μια σκληρή εθνική πολιτική και που θεωρούν ότι το πρόβλημα αυτό δεν τους αφορά. Κι εγώ πιστεύω ακράδαντα ότι πάνω στο προσφυγικό θα δοκιμαστούν οι αξίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Και οι επόμενες εβδομάδες θα είναι απολύτως κρίσιμες για το αν η Ευρώπη συνολικά μπορεί να αντιμετωπίσει, μέσα από τη συλλογική της ταυτότητα, μια κρίση που τελικά αφορά συνολικά όλη την Ευρώπη
Αυτό το κλίμα δεν κράτησε παρά λίγες βδομάδες. Ως πρώτη μεγάλη του πολιτική πρωτοβουλία, ο κ. Μητσοτάκης επέλεξε να ζητήσει προ ημερησίας συζήτηση στη Βουλή «σχετικά με την ασφάλεια των πολιτών» (20.4.2016). Εκεί ήταν που διατύπωσε τη θεωρία ότι «όλοι οι τρομοκράτες προέρχονται από την ιδεολογική μήτρα της άκρας Αριστεράς» και ισχυρίστηκε ότι «οι πολίτες αισθάνονται αυξημένη ανασφάλεια λόγω του τρόπου με τον οποίο η κυβέρνηση έχει χειριστεί το προσφυγικό μεταναστευτικό πρόβλημα».
Στη δευτερολογία του, στην ίδια συνεδρίαση, ο κ. Μητσοτάκης υποχρεώθηκε να απολογηθεί για την ακροδεξιά στροφή. Το έκανε με μεγάλη αμηχανία: «Μας κατηγορήσατε ότι ψαρεύουμε στα θολά νερά της Ακροδεξιάς. Δεν έχω καμία ανάγκη να το κάνω αυτό. Κατ’ αρχάς δεν μου αρέσει το ψάρεμα. Δευτερευόντως εγώ απευθύνομαι στα καθαρά νερά του μετριοπαθούς Κέντρου και όλων των σκεπτόμενων πολιτών οι οποίοι σήμερα αγανακτούν με τη δική σας πολιτική».
Εναν χρόνο αργότερα, ο Μητσοτάκης συναντήθηκε με τη συντακτική ομάδα της εφημερίδας Politico στις Βρυξέλλες και καταγράφηκε να λέει: «Είμαστε η μόνη χώρα στην Ευρώπη που έχει εσωτερική τρομοκρατία, προερχόμενη από την άκρα Αριστερά. Η βία προέρχεται αποκλειστικά από την Αριστερά τα τελευταία χρόνια». Η εξαφάνιση της ναζιστικής βίας προκάλεσε αίσθηση.
Αλλά ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας επέμενε από το βήμα της Βουλής, απευθυνόμενος στον Αλέξη Τσίπρα: «Η τρομοκρατία στην Ελλάδα -θα το επαναλάβω για άλλη μία φορά- όχι η βία, μη συγχέετε δύο διαφορετικά πράγματα, με μία εξαίρεση -και το ανέφερα στο άρθρο- την τραγική δολοφονία του Παύλου Φύσσα, η τρομοκρατία στην Ελλάδα είχε προέλευση από τη μήτρα της άκρας Αριστεράς, είτε σας αρέσει είτε όχι. Αυτή ήταν η ιδεολογική μήτρα της τρομοκρατίας» (3.7.2017). Εντυπωσιακό το γεγονός ότι ακόμα και στην «επανόρθωση» ο κ. Μητσοτάκης ξέχασε όλα τα άλλα που βαραίνουν τους ναζιστές, πλην της δολοφονίας του Φύσσα. Ακόμα και η Μάρα Ζαχαρέα στο «Star» εκδήλωσε την απορία της γι’ αυτή την τοποθέτηση και προσπάθησε να τη σχετικοποιήσει: «Μήπως τα είπατε πάνω στην ένταση; Εμμένετε σ’ αυτή τη θέση;». Ο κ. Μητσοτάκης ήταν σαφής: «Δεν εμμένω. Αυτή είναι η αλήθεια!» (4.7.2017).
Η πλήρης μεταστροφή ολοκληρώνεται βέβαια κατά τους τελευταίους μήνες, από τη στιγμή που άρχισε να σύρεται πίσω από τους επαγγελματίες μακεδονομάχους των συλλαλητηρίων και να υιοθετεί άκριτα κάθε σχετική προπαγανδιστική αναφορά, όπως η πρόσφατη μισή αλήθεια στο «Πρώτο Θέμα» που τον οδήγησε σε δήλωση-γκάφα.
Η εγκατάλειψη του «μεσαίου χώρου»
Εχουν δοθεί πολλές ερμηνείες σ’ αυτή την πανθομολογούμενη διολίσθηση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης προς θέσεις που δεν φαινόταν να συμμερίζεται αρχικά ο ίδιος. Κάποιοι ερμηνεύουν τη μετατόπιση αυτή ως συνέπεια των δεσμεύσεων που κληρονόμησε από την εσωκομματική εκλογική διαδικασία στα τέλη του 2015, τη στήριξη που του παρείχε για να εκλεγεί ο Αδωνις Γεωργιάδης, τη μετέπειτα σύγκλιση με τον τρίτο συνυποψήφιο, τον Απόστολο Τζιτζικώστα, με τον οποίο τους ένωσε η αντιπαράθεση με τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, τη συνεργασία με τον Αντώνη Σαμαρά, καθώς και τη δημόσια αντιπαράθεσή του με την Ντόρα Μπακογιάννη και στελέχη της καραμανλικής πτέρυγας.
Σημαντικό ρόλο προς την ίδια κατεύθυνση παίζει και το γεγονός ότι στα νεοδημοκρατικά μέσα ενημέρωσης επικρατούν το Συγκρότημα Μαρινάκη μαζί με τα «Παραπολιτικά», ο «Σκάι», το «Πρώτο Θέμα», η «Δημοκρατία» και ο «Φιλελεύθερος». Τα ίδια μέσα που μέχρι πρότινος κρατούσαν τα προσχήματα (δηλαδή τις αναφορές στον μεσαίο χώρο), εμφανίζονται σκληρά δεξιά, επαναφέρουν εμφυλιοπολεμικές ακραίες κραυγές, ενώ σε κάποια απ’ αυτά πληθαίνουν οι θετικές αναφορές στη δικτατορία.
Οσο για τον χώρο του Κέντρου, από το οποίο παραδοσιακά αντλούσε δυνάμεις η Νέα Δημοκρατία με αντίτιμο τη χρήση μιας πιο ήπιας ρητορικής, δεν απασχολεί τον κ. Μητσοτάκη, όσο οι πολιτικοί του εκφραστές αδυνατούν να αρθρώσουν αυτόνομο λόγο και εξακολουθούν να παίζουν τον ρόλο του «συνοδοιπόρου» της Δεξιάς που κατείχαν στην κυβέρνηση Σαμαρά.
Τα νέα πολιτικά πρότυπα του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας
Τραμπ, Ορμπαν, Σαλβίνι
Ομως δεν θα ’πρεπε να ξεχνά κανείς ότι υπάρχει κάτι ακόμα πιο ισχυρό που επηρεάζει τη νέα πολιτική Μητσοτάκη. Ως γνωστόν, την κατεύθυνση της ελληνικής Δεξιάς έδινε πάντοτε το ρεύμα που επικρατούσε διεθνώς στον συντηρητικό χώρο. Και είναι δεδομένο ότι σήμερα ζούμε στον αστερισμό του Τραμπ, της Μέι, του Ορμπαν και του Σαλβίνι. Ο κ. Μητσοτάκης δεν σύρεται από τον εγχώριο θαυμαστή τους, τον κ. Γεωργιάδη, αλλά από τη «λάμψη» των ίδιων. Πιστεύει ότι ακολουθώντας την ακραία ατζέντα τους θα βρεθεί στη δική τους θέση. Στην πραγματικότητα ο κ. Μητσοτάκης κάνει αυτό ακριβώς για το οποίο κατηγορεί τον κ. Τσίπρα, θυσιάζει δηλαδή τις μέχρι πρότινος απόψεις του, με μοναδικό στόχο να βρεθεί ο ίδιος στη θέση του πρωθυπουργού.
Πώς θα κυβερνήσει η Νέα Δημοκρατία, αν…
Με βάση τα δεδομένα που ήδη διαθέτουμε και προτού καν ανοίξει τα φετινά χαρτιά του στη ΔΕΘ ο κ. Μητσοτάκης μπορούμε να σκιαγραφήσουμε την προσωπική του πολιτική ατζέντα που φιλοδοξεί να τη μετατρέψει σε κυβερνητικό πρόγραμμα.
Υπάρχει κατ’ αρχάς αυτό που όλοι γνωρίζαμε, προτού καν διεκδικήσει την αρχηγία του κόμματός του. Ο κ. Μητσοτάκης είναι ένας σκληρός νεοφιλελεύθερος, αποφασισμένος να εφαρμόσει στην οικονομία και την κοινωνική πολιτική ακόμα και τα δόγματα που δεν διανοήθηκε να μας επιβάλει η μνημονιακή διαχείριση των τελευταίων χρόνων.
Ο σκληρός νεοφιλελευθερισμός
Οπως επανέλαβε ο κ. Μητσοτάκης στη συνέντευξή του την περασμένη Τρίτη για το ασφαλιστικό ζήτημα, δεν έχει τίποτε άλλο να προτείνει, παρά τους περιβόητους «τρεις πυλώνες», το νεοφιλελεύθερο μοντέλο που συνέταξε η Παγκόσμια Τράπεζα εδώ και πολλές δεκαετίες και εφαρμόστηκε πειραματικά στη Χιλή την περίοδο της δικτατορίας Πινοτσέτ. Οι τρεις πυλώνες δεν είναι παρά μια μετωνυμία για την ιδιωτικοποίηση της ασφάλισης. Αλλά αν η κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος οφείλεται στη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού, την αύξηση της ανεργίας και την πτώση των μισθών, πώς είναι δυνατόν να λυθεί το ζήτημα με ιδιωτικοποίηση;
Αλλά και για τις επενδύσεις, τις οποίες θεωρεί απαραίτητες για την επιτυχία του προγράμματός του ο κ. Μητσοτάκης έχει ήδη βρει τη λύση. Μιλώντας σε συνεδρίαση των τομεαρχών του κόμματός του θα αποκαλύψει το μυστικό του σχέδιο για την προσέλκυση επενδυτών: «Γύρισα χτες το βράδυ από το Κατάρ, όπου είχα μια πολύ ενδιαφέρουσα συνάντηση με τον εμίρη. Από την κουβέντα μας διαπίστωσα, για άλλη μία φορά, ότι η χώρα μας θα μπορούσε σε ελάχιστο χρόνο να αποτελεί την επενδυτική έκπληξη ολόκληρης της Ευρώπης» (21.3.2018).
Τα «σπασμένα παράθυρα»
Για το πώς αντιλαμβάνεται το ζήτημα της ασφάλειας των πολιτών ο κ. Μητσοτάκης είναι χαρακτηριστικό ότι επικαλείται την πολιτική της «μηδενικής ανοχής» του δημάρχου της Νέας Υόρκης Τζουλιάνι. «Ξέρετε, κύριε Τσίπρα», είπε απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό κατά τη συζήτηση για την ασφάλεια που προκάλεσε ο ίδιος στη Βουλή, «είναι μια θεωρία η οποία έχει επιβεβαιωθεί σε πολλές άλλες χώρες και σε πολλές άλλες κοινωνίες. Είναι η θεωρία των «σπασμένων παραθύρων», αν την έχετε ακούσει. Ενα σπασμένο παράθυρο, μια πράξη η οποία μπορεί να φαίνεται σχετικά ανώδυνη, μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε μια κλιμάκωση της βίας» (20.4.2016).
Η θεωρία των «σπασμένων παραθύρων» που αναπτύχθηκε από τους Αμερικανούς εγκληματολόγους Τζέιμς Ουίλσον και Τζορτζ Κέλινγκ το 1982, είναι πράγματι δημοφιλής σε συντηρητικούς πολιτικούς κύκλους, από τους Ρεπουμπλικανούς στις ΗΠΑ μέχρι τον Ορμπαν στην Ουγγαρία. Μόνο που κύριος στόχος της –όπως υποδηλώνεται ήδη από τον τίτλο της και την ερμηνεία Μητσοτάκη– είναι οι μικροπαραβάτες, οι άστεγοι, οι λαθρεπιβάτες, οι γκραφιτάδες, οι μικροπωλητές. Μέσα σε δέκα χρόνια από την εφαρμογή της πολιτικής αυτής ο πληθυσμός στις αμερικανικές φυλακές τριπλασιάστηκε. Τα κριτήρια της σύλληψης και εν συνεχεία της βαριάς καταδίκης των μικροπαραβατών είναι απολύτως ταξικά και φυλετικά. Οσο για τη σύνδεση αυτής της πολιτικής με τον νεοφιλελευθερισμό, ας συνυπολογιστεί ότι ακολούθησαν η ραγδαία αύξηση της ιδιωτικής αστυνόμευσης, αλλά και η ανέγερση πολλών «κερδοφόρων» ιδιωτικών φυλακών.
Μόνο αν έχει κανείς κατά νου ότι η Νέα Δημοκρατία σχεδιάζει να εφαρμόσει αυτή την πολιτική γίνεται κατανοητή η λυσσαλέα αναφορά στον νόμο Παρασκευόπουλου, τον οποίο δηλώνει ότι θα καταργήσει ο κ. Μητσοτάκης, μαζί με την «επανίδρυση» των φυλακών τύπου Γ’.
Η εξάλειψη της Αριστεράς
Εκανε αίσθηση η πρόσφατη δήλωση του Μάκη Βορίδη, ότι «οι ιδέες της Αριστεράς είναι ελαττωματικές» και ότι «αυτό που έρχεται να κάνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης» είναι «μια μεγάλη παρέμβαση στο κράτος και στους μηχανισμούς αναπαραγωγής της εξουσίας» ώστε «να μην ξαναέρθει η Αριστερά στην εξουσία» («Ραδιόφωνο 24/7», 21.8.2018). Οπως ορθά επισήμανε ο Κύρκος Δοξιάδης («Εφ.Συν.», 4.9.2018) το πιο ενδιαφέρον σημείο αυτής της δήλωσης δεν είναι ο χαρακτηρισμός «ελαττωματικές» για τις ιδέες της Αριστεράς, όσο η προαναγγελία «παρεμβάσεων στο κράτος και τους μηχανισμούς του» για τον εξοστρακισμό της Αριστεράς. Μπορεί ο ίδιος ο κ. Βορίδης να τα μάζεψε στον ίδιο σταθμό δύο μέρες αργότερα, μπορεί και ο κ. Μητσοτάκης να υποχρεώθηκε σε δημόσια αποκήρυξη των στενών του συνεργατών, κρίνοντας, αλλά ήταν πολύ αργά. Ο κ. Βορίδης είχε αποκαλύψει το πραγματικό σχέδιο Μητσοτάκη.
Και ποιο είναι άραγε αυτό το σχέδιο «παρέμβασης» στο κράτος; Στο πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας δεν υπάρχει καμιά σχετική νύξη. Ο ίδιος ο κ. Βορίδης ισχυρίστηκε ότι εννοούσε την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, αλλά βέβαια κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι αυτή είναι η μεγάλη παρέμβαση που θα αποκλείσει την επάνοδο της Αριστεράς στη διακυβέρνηση.
Δεν είναι ανάγκη να ψάξει πολύ κανείς. Αυτές οι «παρεμβάσεις» σχεδιάζονται εδώ και αρκετά χρόνια από τη Νέα Δημοκρατία, αλλά δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθούν, αν δεν επενδυθούν με ένα περικάλυμμα νομιμότητας. Ούτε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι Χρυσή Αυγή ούτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι Μπαρμπαρούσης να ονειρεύεται πραξικοπήματα. Οι «παρεμβάσεις» κατά της Αριστεράς που σχεδιάζει το επιτελείο της Νέας Δημοκρατίας πρέπει να έχουν τα εξωτερικά γνωρίσματα «θεσμικών μεταρρυθμίσεων». Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων παρεμβάσεων είναι η περίφημη «ψήφος των αποδήμων». Πίσω από τη δήθεν αθώα προοπτική να δοθεί αυτό το πολιτικό δικαίωμα στους «ομογενείς» κρύβεται στην πραγματικότητα η πρόθεση αλλαγής του εκλογικού σώματος.
Το έχει ομολογήσει με τον πιο κυνικό τρόπο ένας από τους δημοσιογράφους-συμβούλους της συντηρητικής παράταξης, ο Μανώλης Κοττάκης, ο οποίος περιέγραψε ως εξής την πολιτική του κόμματος επί πρωθυπουργίας Κώστα Καραμανλή: «Ο πρώην πρωθυπουργός αποπειράθηκε να αλλάξει τους βασικούς συσχετισμούς της Μεταπολίτευσης υπέρ της Κεντροδεξιάς με την ψήφο των αποδήμων, αλλά και με το άνοιγμα στην Αριστερά που διευκόλυνε τον διεμβολισμό του ΠΑΣΟΚ» (Μανώλης Κοττάκης, «Καραμανλής off the record», εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2011, σ. 472).
Ο συγγραφέας δηλαδή παραδέχεται ότι η ψήφος των αποδήμων θα μεταβάλει τους συσχετισμούς και γι’ αυτό πρέπει να τους δοθεί αυτό το δικαίωμα. Εδώ έχει απόλυτη εφαρμογή το περίφημο ποίημα που έγραψε ο Μπρεχτ το 1953: «Υστερ’ απ’ την εξέγερση της 17 του Ιούνη, / ο γραμματέας της Ενωσης Λογοτεχνών / έβαλε και μοιράσανε στη λεωφόρο Στάλιν προκηρύξεις / που λέγανε πως ο λαός / έχασε την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης, / και δε μπορεί να την ξανακερδίσει / παρά μόνο με διπλή προσπάθεια. Δε θα ’ταν τότε / πιο απλό, η κυβέρνηση / να διαλύσει το λαό / και να εκλέξει έναν άλλο;» (μτφρ. Μάριου Πλωρίτη, εκδ. Θεμέλιο).
Η λύση για τη Νέα Δημοκρατία είναι λοιπόν να «εκλέξει» έναν άλλο λαό, έτσι ώστε να αποβάλει την Αριστερά από την πολιτική ζωή. Γιατί τι άλλο παρά ένας «άλλος λαός» είναι οι πολίτες άλλων κρατών, απόγονοι απλώς ανθρώπων που κατάγονταν από την Ελλάδα; Στη μεγάλη τους πλειονότητα, οι λεγόμενοι «ομογενείς» ζουν, εργάζονται, πληρώνουν φόρους, αλλά και ασκούν τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του πολίτη σε μια ξένη χώρα.
Γνωρίζοντας αυτό το αδύναμο σημείο των σχεδίων τους, οι τελευταίοι πρόεδροι του κόμματος, κυρίως οι Σαμαράς και Μητσοτάκης, επιχειρούν να μασκαρέψουν το αίτημα, πίσω από την αυτονόητη ανάγκη να διευκολυνθούν στις εκλογές όσοι υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν προσωρινά λόγω κρίσης και φυσικά ήδη είναι γραμμένοι στους ελληνικούς εκλογικούς καταλόγους. Αλλά γι’ αυτούς κανείς δεν έχει άλλη άποψη. Αυτό που θα «μεταβάλει τους συσχετισμούς» είναι να ψηφίζουν εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια πολίτες ξένων κρατών ως «απόδημοι».
Τον περασμένο Μάρτιο, μιλώντας σε ανοιχτή συζήτηση στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών (CSIS) στην Ουάσινγκτον, ο κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε σ’ αυτή τη στρατηγική του και κάλεσε τους Ελληνοαμερικανούς να έρθουν να τον ψηφίσουν για να περάσει τη σχετική αλλαγή:
«Εγγυώμαι ότι θα τα καταφέρω, είναι δέσμευση από την πλευρά μου, είναι απόλυτα εφικτή, έχουμε παρουσιάσει πράγματι ένα νομοσχέδιο στο Κοινοβούλιο που δείχνει πώς μπορεί να δρομολογηθεί κάτι τέτοιο. Ωστόσο ο ΣΥΡΙΖΑ αρνείται να το φέρει προς συζήτηση, δεδομένου ότι δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους.
Μπορούμε να το κάνουμε, χρειαζόμαστε 6-12 μήνες για να προετοιμαστούμε, αλλά θα γίνει, χρειαζόμαστε 200 ψήφους στο επόμενο Κοινοβούλιο για να το περάσουμε, αλλά θέλω να δούμε μόλις το παρουσιάσουμε ποιος θα τολμήσει να πει όχι, θα είναι πολύ δύσκολο να πούμε όχι σε μια τέτοια πρόταση. Θα γίνει, θα λάβω τις ψήφους. Ελάτε να με ψηφίσετε αυτές τις εκλογές, διότι αν το κάνετε, την επόμενη φορά θα μπορείτε να ψηφίζετε από το σπίτι, ελπίζω ότι αυτή είναι μια αρκετά πειστική πρόταση!» (14.3.2018).
Στην πρώτη του ομιλία προς την κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας (14.1.2016), μετά την εκλογή του στη θέση του προέδρου του κόμματός του, ο κ. Μητσοτάκης, κάτω από το βάρος προφανώς της συγκίνησης για την επιτυχία του, προέβη σε μια αφοπλιστικά κυνική πρόβλεψη: «Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν έχω καμιά αμφιβολία, το 2016 θα είναι μια πολύ καλή χρονιά για τη Νέα Δημοκρατία. Αλλά, όπως φαίνεται, δεν θα είναι καθόλου καλή χρονιά για την Ελλάδα, το 2016». Μπορεί η πρόβλεψη αυτή να μην επαληθεύτηκε σε κανένα από τα δύο σκέλη της, αλλά προδίδει τις μύχιες σκέψεις ενός πολιτικού που φαντάζεται το κόμμα του να θριαμβεύει και τη χώρα να καταστρέφεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου