Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Νίκος Φίλης :Aναγκαία η συμφωνία Κράτους-Εκκλησίας, χωρίς «εκκλησιαστική περαίωση» και church statistics

Aναγκαία η συμφωνία Κράτους-Εκκλησίας, χωρίς «εκκλησιαστική περαίωση» και church statistics
Νίκος Φίλης*
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ/EYROKINISSI
1. Η προκαταρκτική συμφωνία Κράτους και Εκκλησίας, που ανακοινώθηκε από τον πρωθυπουργό και τον αρχιεπίσκοπο, έχει ένα κατ’ αρχήν θετικό στοιχείο. Δίνει το έναυσμα ενός δημόσιου διαλόγου, που είναι απαραίτητος προκειμένου να αποσαφηνιστούν τα συζητούμενα θέματα και να φτάσουμε στη διατύπωση των νόμων και των τελικών ρυθμίσεων που θα υλοποιούν την αρχική συμφωνία. Πρόκειται για έναν διάλογο το ίδιο απαραίτητο με αυτόν για τη συνταγματική αναθεώρηση, που θυμίζω ότι από αλλού ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2016 κι αλλού κατέληξε σε πλείστα όσα σημεία της σήμερα.
Οι νέες σχέσεις Πολιτείας-Εκκλησίας που, πλέον, όλοι αποδέχονται ότι πρέπει επιτέλους να διαμορφωθούν σε διαφορετική βάση, ξεπερνώντας ιστορικές αδράνειες δεκαετιών, δεν θα προκύψουν «ως εκ θαύματος». Θα πρέπει –ειδικά στην οικονομική τους παράμετρο– να βασίζονται στο σταθερό θεμέλιο ενός σοβαρού σχεδιασμού με έγκυρα και τεκμηριωμένα στοιχεία και όχι στο σαθρό έδαφος των αβάσιμων ισχυρισμών και της από άμβωνος αλήθειας. Είδαμε πού οδήγησαν τα greek statistics, δεν θα πάμε τώρα στα church statistics, επειδή έτσι θέλουν κάποιοι εθισμένοι για δεκαετίες στην αυθαιρεσία και στις ιδιοτέλειες.
Για την υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος χρειάζονται πολιτικό σχέδιο, σκληρή προσπάθεια και συνεχής δημοκρατική εγρήγορση. Το δημοκρατικό, κοσμικό κράτος, που είναι συνταγματική επιταγή, θεμελιώνεται στη λαϊκή κυριαρχία, δεν υποτάσσεται και δεν αποκαλύπτεται μπροστά σε καμιά άλλη εξουσία.
2. Σε ό,τι αφορά τα οικονομικά ζητήματα, πρέπει να τονιστεί εξ αρχής ότι είναι καταφανώς προβληματικό το σημείο εκείνο της συμφωνίας που εμφανίζει το κράτος να αποδέχεται ότι οφείλει στην Εκκλησία έναντι της περιουσίας που αυτή κατά καιρούς «παραχώρησε» στην πολιτεία. Αυτή η διατύπωση, που αλλάζει τη θέση που επί δεκαετίες υποστήριζαν οι ελληνικές κυβερνήσεις στον διάλογό τους με την Εκκλησία, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή αβασάνιστα. Οταν, μάλιστα, τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία (όπως αυτά που έχει δημοσιεύσει ο καθηγητής Κτιστάκις) επιβεβαιώνουν πως είναι εντελώς ανυπόστατος ο ισχυρισμός ότι υφίστανται οφειλές του κράτους προς την Εκκλησία. Μόνο επί τη βάσει αδιαμφισβήτητων τεκμηρίων και έγκυρων μελετών πιστοποιημένων από τα αρμόδια κρατικά όργανα (Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, Τράπεζα της Ελλάδος, υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, ΕΛΣΤΑΤ κ.λπ.) μπορεί να συναχθεί ένα τέτοιο συμπέρασμα, όλα τα άλλα είναι αέρας κοπανιστός με άρωμα λιβάνι.
Το ερώτημα είναι απολύτως σαφές: Εστω ότι προς στιγμήν δεχόμαστε την άποψη της Εκκλησίας πως το κράτος τής οφείλει. Μάλιστα! Ποιο είναι το οφειλόμενο ποσό;Εχουν συνυπολογιστεί οι επί δεκαετίες καταβολές του κρατικού προϋπολογισμού για τη μισθοδοσία του κλήρου; Πότε και ποια δημόσια αρχή το υπολόγισεKαι για πόσο χρόνο θα ξεπληρώνεται αυτό το υποτιθέμενο χρέοςΕις τον αιώνα τον άπαντα;Σημειώνω ότι στη Γερμανία (με είκοσι δύο φορές μεγαλύτερο ΑΕΠ από την Ελλάδα!), το κράτος δίνει από κοινού στην Καθολική και στην Προτεσταντική Εκκλησία μόλις 480 εκατομμύρια, ενώ εμείς πάνω από 200 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Πρέπει να επισημανθεί ακόμη ότι ένα ουδετερόθρησκο κράτος οφείλει να επιχορηγεί όλες τις γνωστές θρησκείες με βάση τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας. Αυτή η υποχρέωση είναι συνταγματική και δεν προκύπτει ως αντιπαροχή για το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας. Γι’ αυτό, το ύψος της επιδότησης και η διάρκειά της καθώς και ο αριθμός των οργανικών θέσεων των ιερέων είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης, αν, μάλιστα, αναλογιστούμε ότι οι νοσοκομειακοί γιατροί το 2016 ήταν 8.000, έναντι 10.000 ιερέων.
3. Πρόβλημα έλλειψης έγκυρων στοιχείων υφίσταται και για το άλλο σημείο της συμφωνίας περί της εταιρείας για την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και του διαμοιρασμού εξ ημισείας των κερδών της μεταξύ Δημοσίου και Εκκλησίας. Μια τέτοια πρωτοβουλία είναι καλοδεχούμενη και υπό όρους μπορεί να αποδειχθεί πολλαπλά ωφέλιμη, μειώνοντας το βάρος της κρατικής επιδότησης προς την Εκκλησία. Το κράτος, βέβαια, οφείλει να μεριμνήσει να μη λάβουν ποτέ σάρκα και οστά οι γνωστοί φαραωνικοί «αναπτυξιακοί» σχεδιασμοί κύκλων της Εκκλησίας που μπορεί να έχουν βαρύτατες επιπτώσεις στο περιβάλλον.
Ομως, γιατί, πρέπει τα εκεί εισφερόμενα ακίνητα να είναι αμφισβητούμενης ιδιοκτησίας; Ποιος μπορεί να δεχτεί κάτι τέτοιο, όταν, επιτέλους, πλησιάζουμε στην πλήρη σύνταξη του Εθνικού Κτηματολογίου; Ενώ, ταυτόχρονα, πρόκειται τα επόμενα χρόνια να ολοκληρωθεί το έργο που έχει ενταχθεί στο ΕΣΠΑ -με πολύ μεγάλη μάλιστα χρηματοδότηση ύψους 9,550 εκατομμυρίων ευρώ- για την καταγραφή της εκκλησιαστικής περιουσίας;
Ποιοι είναι οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, εν όψει αυτών των εξελίξεων, που επιβάλλουν σήμερα μια βιαστική παραίτηση του Δημοσίου από τις διεκδικήσεις του επί ακινήτων που η Εκκλησία ισχυρίζεται ότι κατέχει επικαλούμενη αυτοκρατορικά χρυσόβουλα ή οθωμανικά φιρμάνια, λες και δεν μεσολάβησε ποτέ η απελευθέρωση και η δημιουργία του νεοελληνικού κράτους;
Και γιατί τα κέρδη από αυτό που εύστοχα αποκαλείται «εκκλησιαστική περαίωση» να μοιράζονται 50-50; Αν η Εκκλησία αποδειχθεί από το Κτηματολόγιο και το προαναφερόμενο έργο του ΕΣΠΑ ότι δικαιούται, για παράδειγμα, το 80% των αμφισβητούμενων ακινήτων, γιατί να μη λάβει το αντίστοιχο ποσοστό επί των κερδών;
Και όσο κι αν είναι κουραστικό, ας αναρωτηθούμε για άλλη μία φορά αν υπάρχει οικονομοτεχνική μελέτη που να αποδεικνύει ότι από την αξιοποίηση αυτής της περιουσίας μπορούν να προκύψουν κέρδη 200 εκατομμυρίων ετησίως, για την κάλυψη της μισθοδοσίας των 10.000 κληρικών. Ας μας προβληματίσει το γεγονός ότι μόνο δύο μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις, κι αυτές όχι σε σταθερή βάση, καταφέρνουν να έχουν κέρδη πάνω από 200 εκατ. ευρώ ετησίως.
4. Στον δημόσιο διάλογο που ξεκίνησε πρέπει να ακούσουμε τις ενστάσεις και τις ανησυχίες, με πρώτες αυτές του Οικουμενικού Πατριαρχείου που οδήγησαν εσπευσμένα στο Φανάρι για εξηγήσεις τον υπουργό Παιδείας, αλλά και των απλών ιερέων, γιατί ακόμη δεν έχει «φωτιστεί» το νέο καθεστώς που θα διέπει τη μισθοδοσία και τη συνταξιοδότηση των κληρικών οι οποίοι «δεν θα νοούνται ως δημόσιοι υπάλληλοι», ενώ η Εκκλησία παραμένει ΝΠΔΔ. Πού θα ανήκουν και πώς θα διασφαλιστούν τα εργασιακά δικαιώματά τους; Στο κεντρικό εκκλησιαστικό ταμείο υπό τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών, στις κατά τόπους μητροπόλεις, στο Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΤΑΕΠ)Είναι, συνεπώς, εύλογη η ανησυχία μήπως ενισχυθεί το καθεστώς της «δεσποτοκρατίας» το οποίο καταδυναστεύει το σώμα της Εκκλησίας από τότε που απώλεσε τα κληρικολαϊκά χαρακτηριστικά παλαιότερων εποχών. Ο επανακαθορισμός των σχέσεων Πολιτείας-Εκκλησίας προϋποθέτει την κατάρτιση ενός νέου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας ο οποίος θα κατοχυρώνει την αυτοτέλεια και τη μη ανάμιξη της μιας πλευράς στις υποθέσεις της άλλης, διασφαλίζοντας ότι οι οποιεσδήποτε ρυθμίσεις θα κατοχυρώσουν τα συνταγματικά δικαιώματα των κληρικών που είναι ταυτόχρονα Ελληνες πολίτες.
5. Ελπίζω, όλοι οι εμπλεκόμενοι με το θέμα να δώσουν την πρέπουσα σημασία στις παραπάνω επισημάνσεις, που γίνονται προκειμένου η προκαταρκτική συμφωνία πρωθυπουργού-αρχιεπισκόπου να μετουσιωθεί σε ένα σαφές πλαίσιο αρχών και κανονιστικών ρυθμίσεων οι οποίες θα επιλύσουν ακανθώδη θέματα και ιστορικές εκκρεμότητες που παρέμεναν παγωμένες επί δεκαετίες.
Είναι η ώρα, τώρα που στη διακυβέρνηση του τόπου βρίσκεται η Αριστερά, αυτά τα ζητήματα να επιλυθούν με τρόπο ωφέλιμο και με πνεύμα αμοιβαίας κατανόησης για την πολιτεία και την Εκκλησία, σε συνδυασμό, βέβαια, με τη συνταγματική αναθεώρηση που θα πρέπει να εμπεδώσει τους διακριτούς ρόλους, αυτό που παλαιότερα αποκαλούσαμε χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας, υπέρ του οποίου στις δημοσκοπήσεις (όπως αυτή της ΚΑΠΑ Research τον Απρίλιο του 2015) τάσσονται 7 στους 10 πολίτες.
Στο σημείο αυτό επισημαίνω τον κίνδυνο αν παραμείνει το Προοίμιο και η αναφορά στην «επικρατούσα θρησκεία», παρά τη θετική διευκρινιστική δήλωση περί ουδετερόθρησκου κράτους που φαίνεται να αποδέχεται ο αρχιεπίσκοπος, να υπάρξουν περιπλοκές και αμφισβητήσεις που θα αχθούν ενώπιον του ΣτΕ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Τέλος, έχω αναφερθεί επανειλημμένα στις ενδεδειγμένες ενέργειες, κυρίως στον χώρο της Παιδείας (για πόσο ακόμη θα έχουμε εκπαίδευση και θρησκεύματα ως σιαμαίο ζεύγος στο ίδιο υπουργείο;) αλλά και σε άλλους τομείς, που θα αποτινάξουν θεσμικές αγκυλώσεις δεκαετιών και θα αποκρούσουν τις προσπάθειες της Ιεραρχίας να οικειοποιηθεί και να ελέγξει λειτουργίες και αρμοδιότητες που ανήκουν στην αποκλειστική ευθύνη του κράτους και να εμποδίσει έτσι τον θεσμικό εκσυγχρονισμό.
Ολα αυτά πρέπει να εμπλουτίσουν τον εν εξελίξει διάλογο, που δεν πρέπει να περιοριστεί στον οικονομικό τομέα. Διαφορετικά, πολύ φοβάμαι ότι θα διαμορφωθούν συνθήκες κατά τις οποίες ο σημερινός πολυπλόκαμος θεσμικός εναγκαλισμός Κράτους-Εκκλησίας όχι μόνο δεν θα εξαλειφθεί, αλλά υπάρχει κίνδυνος να προσλάβει τη μορφή μιας απαράδεκτης οικονομικής συναλλαγής υπέρ της εξουσιαστικής Ιεραρχίας και σε βάρος του ευρύτερου δημοσίου συμφέροντος.
*βουλευτής Α' Αθήνας και μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, τ.υπουργός Παιδείας, Ερευνας και Θρησκευμάτων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου