Μαθησιακά εφόδια και άλλες μαντεψιές
«Τελείως αδιάφορος» , «είναι τεμπέλης», «δεν θα καταφέρει τίποτα», «τζάμπα τα φροντιστήρια». Και φυσικά η κορυφαία και χιλιοειπωμένη ατάκα «δεν κάνουν όλοι για Πανεπιστήμιο». Πόσες και πόσες φορές έχουν ειπωθεί σε συζητήσεις εκπαιδευτικών τα παραπάνω; Πάλι καλά που έχουμε γίνει πιο διακριτικοί και δεν το λέμε πλέον κατάμουτρα στους γονείς. Αλλά το σταμπάρισμα καλά κρατεί.
Είναι απορίας άξιον πόσο μεγάλη ιδέα έχουμε στην εκπαίδευση για τον εαυτό μας, την ευθυκρισία μας και την ικανότητά μας να προβλέψουμε το μέλλον κάποιου, ιδίως νέου ανθρώπου στις πρώτες δεκαετίες της ζωής του. Η μεγαλομανία αυτή μάλλον πηγάζει από μία προσπάθεια να αντισταθμίσουμε τη διαρκή, κοινωνική και οικονομική, υποβάθμιση του κλάδου υιοθετώντας το ρόλο του απόλυτου αξιολογητή. Λες και οι επιδόσεις στο σχολείο ή στο Πανεπιστήμιο είναι η λυδία λίθος για την επαγγελματική και κοινωνική εξέλιξη του νέου.
Είχα πολλές φορές την ευκαιρία να διαπιστώσω πόσο μακριά από την πραγματικότητα είναι μια τέτοια αντίληψη αλλά με αφορμή το πρόσφατο τιτίβισμα του υφυπουργού Παιδείας (και καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο) κ. Άγγελου Συρίγου περί ικανών και μη ικανών να εισαχθούν στο Πανεπιστήμιο, το ιερό δισκοπότηρο της ελληνικής εκπαίδευσης, την πολυπόθητη alma mater, θυμήθηκα μια πρόσφατη ιστορία. Με συνάντησε πριν λίγες μέρες έξω από ένα σούπερ μάρκετ μία κυρία που κάπου αμυδρά την αναγνώρισα ως μητέρα μαθητή (δεν τον θυμόμουν όμως). «Ο Β» μου λέει «τελείωσε στην ώρα του τη σχολή, κάνει τώρα μεταπτυχιακό και υπάρχει η προοπτική να φύγει Αγγλία για διδακτορικό. Σας ευχαριστώ που με στηρίξατε, ήσασταν ο μόνος που μου λέγατε να κάνω υπομονή, ότι το παιδί μπορεί να τα καταφέρει και ότι όλα θα αλλάξουν προς το καλύτερο» Λίγο μετά θυμήθηκα την περίπτωση: ήταν από τους μαθητές που δεν τους δίνουμε καμιά πιθανότητα όχι να σπουδάσουν αλλά ούτε καν να τελειώσουν Γενικό Λύκειο. Χάρηκα αλλά δε μπορώ να πω ότι ένιωσα τεράστια έκπληξή.
Πρώτα από όλα, έχοντας υπηρετήσει χρόνια σε Εσπερινό Λύκειο, έχω ζήσει κάμποσα παρόμοια «θαύματα», τόσα που ξέρω ότι δεν είναι θαύματα. Είναι αγώνας. Και αν κάποιον τον ενθαρρύνουμε συστηματικά, τον ντοπάρουμε να πιστέψει ότι θα τα καταφέρει, μπορεί να τα καταφέρει και το σχολείο να τελειώσει και στο Πανεπιστήμιο να μπει. Επιπλέον οι ρίζες της επιτυχίας και της αποτυχίας δεν είναι κάτι μαγικό ούτε καν ζήτημα ιδιαίτερων ικανοτήτων – τουλάχιστον όχι μόνο ικανοτήτων. Στο σχολείο (οποιασδήποτε βαθμίδας) ο μαθητής αποτυγχάνει είτε εξαιτίας μαθησιακών δυσκολιών, είτε εξ αιτίας προβλημάτων στο σπίτι είτε εξ αιτίας αποτυχίας του σχολείου (είτε της σχολικής μονάδας είτε του εκπαιδευτικού συστήματος συνολικά). Τρεις παράγοντες, αυτοί και μόνο. Δυστυχώς συχνά όχι μόνο ένας αλλά περισσότεροι μαζί.
Θα ήταν δύσκολο να εξετάσουμε εδώ έστω και τους κυριότερους πιθανούς συνδυασμούς των παραπάνω αξόνων ωστόσο γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το να μιλάμε για ικανούς και ανίκανους είναι εξαιρετικά βολικό. Πρώτα γιατί έτσι νομιμοποιούμαστε να μην ερευνήσουμε σε βάθος γιατί αποτυγχάνει ένας μαθητής, κάτι που απαιτεί χρόνο, κόπο αλλά και αυτοκριτική για τη δική μας επάρκεια καθώς και ουσιαστικό προβληματισμό για το πώς μπορούμε να παρακάμψουμε τις στρεβλώσεις του σχολείου που εμποδίζουν μια ουσιαστικότερη μαθησιακή διαδικασία. Έπειτα γιατί η διαίρεση σε ικανούς και ανίκανους, αρίστους και παρακατιανούς, πρώτους, δεύτερους και τελευταίους, είναι εξαιρετικά χρήσιμη κοινωνικά και πολιτικά καθώς συντηρεί μια αριστοκρατική αντίληψη για την οργάνωση της κοινωνίας και της πολιτείας. Παλαιότερα η σχολική επιτυχία ήταν ελέω θεού, τώρα είναι ελέω βιολογίας – αλλά πάντα είναι λαϊκισμός να πούμε ότι παίζει ρόλο η οικονομική επιφάνεια της οικογένειας. Ας μην ξεχνάμε ότι η εκπαίδευση, ιδίως στην Ελλάδα, είναι από τα κύρια εργαλεία της κοινωνικοπολιτικής ελίτ για την αναπαραγωγή και διαιώνιση τέτοιων αντιλήψεων. Και τέλος, η μεθοδική διερεύνηση των αιτιών της σχολικής επιτυχίας και αποτυχίας μειώνει δραματικά για τον εκπαιδευτικό την αξία του ρόλου του Μεγάλου Αξιολόγησή, του μικρού θεού που αποφασίζει για τους δίκαιους και άδικους, αυτούς που θα σωθούν και αυτούς που θα καταδικαστούν στο πυρ το εξώτερον. Και, εδώ που τα λέμε, για ένα τόσο κακοπληρωμένο (συγκριτικά με τα προσόντα που απαιτούνται) και ολοένα και περισσότερο στις μέρες μας κοινωνικά απαξιωμένο επάγγελμα, δεν απομένουν και πολλά πράγματα να του δώσουν κάποια αξία. Καταπώς έγραφε ο Καρυωτάκης στο «Δημόσιοι Υπάλληλοι»
"Καὶ μονάχα ή τιμὴ τοὺς άπομένει,
όταν άνηφορίζουνε τοὺς δρόμους,
τὸ βράδυ στὶς οχτώ, σὰν κουρντισμένοι."
Με βάση τα παραπάνω μπορούμε εύκολα να εξηγήσουμε τη δήλωση του κ. Συρίγου που διαιρεί τους φοιτητές σε έχοντας και μη έχοντας τα μαθησιακά εφόδια. Τόσο η ιδιότητά του ως εκπαιδευτικός όσο και η πολιτική του τοποθέτηση συνηγορούν στην εκφορά τέτοιων απόψεων-χρησμών περί επιτυχίας ή αποτυχίας. Το πρόβλημα βέβαια είναι άλλο: η τρίτη ιδιότητα του κ. Συρίγου, εκείνη του Υφυπουργού Παιδείας. Διότι η συγκεκριμένη ιδιότητα απαιτεί λιγότερους αφορισμούς και μαντεψιές και περισσότερη διερεύνηση στο γιατί υπάρχουν έχοντες και μη έχοντες τα μαθησιακά εφόδια. Απαιτεί και άλλα πράγματα: δράσεις από μέρους της πολιτείας, επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, παρεμβάσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα. Αν πράγματι μας ενδιαφέρει να μην υπάρχει μόνο μια μικρή ή μεγαλύτερη ομάδα «αρίστων» : …ὅτι νόμῳ οὐ τοῦτο μέλει, ὅπως ἕν τι γένος ἐν πόλει διαφερόντος εὖ πράξει, ἀλλ’ ἐν ὅλῃ τῇ πόλει τοῦτο μηχανᾶται ἐγγενέσθαι [Πλάτωνος Πολιτεία, 519D-520A]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου