Ένα αντίο στον δικό μας Λάκη Σάντα
Από το βιβλίο του Λάκη Σάντα «Μια νύχτα στην Ακρόπολη…μνήμες από μια σπουδαία εποχή» (εκδόσεις Βιβλιόραμα, 2010) και το κεφάλαιο «Στο ΕΑΜ της Αθήνας» αλιεύουμε μια σκηνή χαραγμένη στη μνήμη του.
«Οπότε, φθάνει η 8η
Σεπτεμβρίου 1943 και η φασιστική Ιταλία, μέλος της συμμαχίας του Άξονα,
ζήτησε ανακωχή από τους Συμμάχους και έπαψε πλέον να αποτελεί εμπόλεμη
εχθρική χώρα στα συμμαχικά στρατεύματα. Στη χώρα μας, οι Ιταλοί
στρατιώτες ήθελαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Οι Γερμανοί όμως,
επειδή γνώριζαν ότι η Εθνική Αντίσταση θέριευε, προσπαθούσαν να
αφοπλίσουν τις ιταλικές μεραρχίες, ώστε να μην παραδώσουν τα όπλα τους
στους Έλληνες αντιστασιακούς και τους αντάρτες. Έβγαλαν ανακοινώσεις από
το ραδιόφωνο και τον Τύπο και τοιχοκόλλησαν την εντολή ότι «όποιος
Έλληνας συναλλάσσεται με Ιταλό στρατιώτη θα εκτελείται επί τόπου.»
Εμείς,
πάλι, προσπαθούσαμε να πάρουμε όσα περισσότερα όπλα μπορούσαμε από τους
Ιταλούς, δίνοντάς τους πολιτικά ρούχα, ώστε να μπορούν να κρυφτούν και,
πολλές φορές, όσους μπορούσαμε τους κρύβαμε κι εμείς οι ίδιοι για να
μην πάνε στη Βέρμαχτ. Σε μια πάροδο, λοιπόν, της οδού Μητροπόλεως,
στο Σύνταγμα, που λέγεται οδός Πετράκη, υπήρχε ένα μικρό καφενείο, το
οποίο εμείς το είχαμε στέκι. Απέναντι, και όταν διέσχιζες την οδό
Μητροπόλεως στην άλλη γωνία, ήταν ένα παγωτατζίδικο, που πούλαγε πάγο,
γάλα, γιαούρτι και γενικώς γαλακτοκομικά. Εκεί μεταφέραμε μέσα σε
σακούλια(σαν και αυτά που βάζανε τις πατάτες) ή κοφίνια, ό,τι
κατορθώναμε να πάρουμε από τους Ιταλούς. Για να φτάσουμε όμως στο
παγωτατζίδικο, έπρεπε να διασχίσουμε τη Μητροπόλεως, στην οποία
περιπολούσαν οι Γερμανοί, πάνω σε μοτοσυκλέτες οπλισμένες με ένα
πολυβόλο.
Εκεί
κοντά ήταν ένα ολόκληρο τετράγωνο επιταγμένο από τους Ιταλούς και είχε
στον ένα όροφο Καραμπινιερία, δηλαδή σταθμό Ιταλικής Χωροφυλακής, και
στον άλλο όροφο μια λέσχη, για τους Ιταλούς αξιωματικούς της Αεροπορίας.
Ήρθαμε, λοιπόν, σε επαφή με τους καραμπινιέρους, οι οποίοι δέχτηκαν να
μας παραδώσουν όλο τον οπλισμό τους, με αντάλλαγμα αυτά που τους
προσφέραμε εμείς.
Έπρεπε,
όμως, όλα αυτά τα όπλα και πυρομαχικά (μακρύκανα όπλα του ιταλικού
στρατού, σφαίρες, πιστόλια, χειροβομβίδες, αυτόματα και 3 οπλοπολυβόλα
(τα πιο πολύτιμα για τους αντάρτες) να μεταφερθούν από το «στέκι» στο
παγωτατζίδικο και από εκεί, με ένα μεγάλο καρότσι, χειροκίνητο, μέσα σε
μεγάλα κοφίνια γεμάτα λαχανίδες και λαχανικά, σε μια αποθήκη που είχαμε
3-4 δρόμους παρακάτω, στην οδό Αιόλου.
Τη
μεταφορά τους από το «στέκι» στο παγωτατζίδικο ανέλαβα εγώ. Η ώρα ήταν
11:30-12:00 το πρωί. Έβαλα βιαστικά σε ένα μεγάλο σακί όπλα, σφαίρες,
χειροβομβίδες, πήρα το σακί στην αγκαλιά μου και προχώρησα να διασχίσω
την οδό Μητροπόλεως για να φθάσω στο παγωτατζίδικο.
Ξαφνικά,
4-5 μέτρα πριν φθάσω στη γωνία, σχίζεται ο πάτος του σακιού, που ήταν
φαίνεται ανοιχτός κάπου, και γεμίζει ο δρόμος με πιστόλια, σφαίρες,
χειροβομβίδες και ένα μακρύκανο όπλο. Στο πεζοδρόμιο απέναντι είναι
κόσμος, άντρες, γυναίκες κι ένας αστυνομικός αλλά όχι χωροφύλακας (της
Αστυνομίας Πόλεων, δηλαδή αστυφύλακας, γιατί τότε υπήρχαν και τα δύο
είδη)…
Για
μια στιγμή κοκαλώσανε όλοι∙ εγώ γύρισα, τους κοίταξα. Δε μίλησε κανένας,
ούτε ο αστυνομικός. Έσκυψα και άρχισα να μαζεύω τα πυρομαχικά και να τα
βάζω πίσω στο σακί. Αφού τα μάζεψα όλα, σήκωσα το σακί, το ακούμπησα
στους ώμους και τον αυχένα μου, κρατώντας με κάθε χέρι τα δύο άκρα του
σακιού, και ετοιμάστηκα να προχωρήσω. Εκείνη τη στιγμή, ένας γέρος με
κάτασπρα μαλλιά μου λέει: «Γεια σου παλικάρι μου». Τον κοίταξα, κοίταξα
και τον κόσμο γύρω που άκουσε πολύ καλά τι μου είπε ο γέρος, και
προχώρησα, διέσχισα το δρόμο και εκτέλεσα την αποστολή μου.»
Ο Λάκης Σάντας ήταν πάντα ένας από τους πολλούς, ένας από εμάς. Κι έτσι θα τον θυμόμαστε.
http://dosepasa.wordpress.com/2011/05/05/bx205/#more-15040
http://dosepasa.wordpress.com/2011/05/05/bx205/#more-15040
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου