ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΙΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ “ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΔΙΑΚΟ” ΤΗΣ ΛΕΝΑΣ ΚΙΤΣΟΠΟΘΥΛΟΥ
Το παρελθόν σε βραχυκύκλωμα
του Δημήτρη Παπανικολάου
Την
εβδομάδα που μας πέρασε όσοι θέλουν τον εθνικό μας πολιτισμό
«πραγματικά εθνικό», βρήκαν νέο αγαπημένο θέμα/θύμα: το Φεστιβάλ Αθηνών,
και κυρίως την παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου Αθανάσιος Διάκος.
Δυο μήνες σχεδόν μετά. Οι κατ’ επάγγελμα εθναμύντορες έχουν συχνά
αντανακλαστικά Ραν Ταν Πλαν. Σαν τον περίφημο σκύλο του Λούκυ Λουκ, τους
πατάς τον κάλο στο πρώτο καρέ και ουρλιάζουν τρεις σελίδες μετά.
Η αντίδραση κορυφώθηκε με ερωτήσεις στη
Βουλή, δηλώσεις δεξιών και ακροδεξιών βουλευτών και πρωτοσέλιδο μεγάλης
κυριακάτικης εφημερίδας που φώναζε «Έβγαλαν τον Διάκο σουβλατζή, κερατά –
συζυγοκτόνο» καταλήγοντας: «Κάποιος να τους μαζέψει».
Αλλά δεν έχει
νόημα να μιλήσω εδώ για το πόσο ο εθναμυντορικός λόγος είναι τεμπέλικος,
ημιμαθής (σχεδόν οι πάντες μιλούσαν χωρίς να έχουν δει την παράσταση),
μπανάλ (αιωνίως οι ίδιες λυρικές κορώνες, μπλαμπλαμπλα της πατρίδας τα
ιερά, μπλαμπλαμπλα των παιδιών μας τα όσια), και όχι ιδιαίτερα
εύστροφος. Ούτε θέλω να επιμείνω στο θέμα της σχέσης πολιτικής και
πολιτισμού. Κι ας είναι προφανής η καιροσκοπική διάσταση της επίθεσης,
που σχετίζεται και με την πίεση για απομάκρυνση του «εθνικώς μη ορθού»
Γιώργου Λούκου από το Φεστιβάλ.
Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να σημειώσω
τον τρόπο με τον οποίο το παρελθόν, κυρίως ως πολιτισμικό αρχείο,
ξαναγίνεται μέσα στην κρίση προνομιακό πεδίο αντιπαράθεσης.
Από τη μια, δημιουργοί που ξαναγυρίζουν
στο πολιτισμικό αρχείο με διάθεση εικονοκλαστική. Βλέπουν το παρελθόν ως
ίζημα συνεχώς παρόν, και το πολιτιστικό αποτύπωμά του ως ένα αρχείο
τόσο προβληματικό όσο και το κοινωνικοοικονομικό σημερινό αδιέξοδο. Αυτό
που λέμε λοιπόν πολιτιστική ταυτότητα, από υπαρξιακή σιγουριά γίνεται
πιεστικό αναλυτικό ερώτημα, μια αναζήτηση σ’ ένα αρχείο που έχει πρόβλημα.
Την τάση αυτή μπορεί κανείς να τη δει τα τελευταία δύο χρόνια στα
εικαστικά, στον κινηματογράφο, στο θέατρο, και, ως ένα σημείο, και στη
λογοτεχνία. Παραδειγματική της στιγμή είναι η εικόνα ενός σώματος στα
όριά του, και από πίσω να προβάλλεται αρχειακό κινηματογραφικό υλικό από
την πρόσφατη ελληνική ιστορία (π.χ. στην παράσταση Πόλη Κράτος και την ταινία Χώρα Προέλευσης)∙
οι φωτογραφίες του Γιάννη Καρλόπουλου με τον Παρθενώνα και την Αθήνα
σε επιχρωματισμένες καρτ ποστάλ, και από πάνω καπνοί από τα γεγονότα του
2008 ή τις διαδηλώσεις του 11∙ ή οι εγκαταστάσεις με τα σπασμένα
αγάλματα στην έκθεση Μονόδρομος τον περασμένο Δεκέμβρη.
Ο Αθανάσιος Διάκος ανήκει
εντελώς σ’ αυτήν την τάση, κι έτσι πρέπει να κριθεί. Γραμμένος όλος σε
δεκαπεντασύλλαβο, («η γλώσσα των προγόνων!») αλλά γεμάτος βρισιές και
ιδιολεκτικό χιούμορ, έφερνε κάτι απ’ τον Μποστ της δεκαετίας του ’60,
αλλά με το ύφος ενός νέου εξπρεσσιονισμού. Ο Διάκος έχει διακτινιστεί
από την Αλαμάνα στο σήμερα και είναι σουβλατζής, βίαιος, ευάλωτος και
ανοικονόμητος. Οικτίρει την Αθήνα του 2012, της κρίσης και των
μεταναστών. Βιάζει και στο τέλος σκοτώνει τη γυναίκα του που κυοφορεί το
παιδί του Κούρδου βοηθού του. Σαν την ταινία Σπιρτόκουτο αλλά
με έθνικ φαντασίωση, σλαπστικ χιούμορ, και σπλάτερ βία. Χωρίς
καλούς/κακούς, χωρίς επιμύθιο – ή μάλλον με την ίδια την Κιτσοπούλου να
γυρίζει και να βρίζει ουσιαστικά το κοινό και την «επαναστατική του
διάθεση». Το αρχείο που λέμε ταυτότητα, σε διαρκές, απόλυτο
βραχυκύκλωμα.
Όμως, όσο για μερικούς η κρίση είναι το
θέμα τους, και βάσει αυτής προσπαθούν να ανασυντάξουν τη σχέση τους με
παρελθόν και παρόν, για κάποιους άλλους η κρίση γίνεται η αιτία να
ξεφύγουν σε όλο και πιο συντηρητικές και μισαλλόδοξες οπτικές
παρελθόντος / παρόντος / μέλλοντος. Για κάθε Κυνόδοντα θα υπάρχει και μια τηλεοπτική σειρά Οικογένεια.
Για κάθε Κιτσοπούλου θα υπάρχει και ένα εθνο-σύμπλεγμα (από
χρυσαυγιτοκαμμένους μέχρι εθναριστερούς) να φωνάζουν
Προδοθήκαμε-Πάθαμε-Ανόσια!
Εδώ η προοδευτική πολιτική και η Αριστερά
έχουν ευθύνη. Δεν λέω να παραμερίσουν τις, λογικές, ενστάσεις τους για
καλλιτεχνικούς φορείς που ίσως είναι λιγότερο αβαν γκάρντ απ’ όσο θέλουν
να λένε, χρησιμοποιούν έτοιμα αφηγήματα προόδου ή μοιράζουν
επιχορηγήσεις όπως τους αρέσει. Πρέπει όμως ταυτόχρονα να καταλάβουν τι
παίζεται, και να στηρίξουν το δικαίωμα της πιο δημιουργικής αυτήν τη
στιγμή ελληνικής σκέψης να επαναφέρει το παρελθόν ως πεδίο κρίσης. Όχι
για να το λιβανίσει, αλλά για να το βραχυκυκλώσει, πριν προσπαθήσει,
κάπου στα γυμνά καλώδιά του, να βρει μιαν άλλη άκρη.
Ο Δημήτρης Παπανικολάου διδάσκει
νεοελληνική φιλολογία και θεωρία της λογοτεχνίας και σπουδές φύλου στο
Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου