Ο Χρυσαυγίτης, ο αντιφασίστας και ο δημόσιος χώρος
της Δώρας Κοτσακά-Καλαϊτζιδάκη
*
Ο εκφασισμός προκύπτει κάπως σαν
κοινωνικός αυτοματισμός για ένα τμήμα της κοινωνίας που έχασε βίαια τα
«πατήματα» της καθημερινότητάς του. Καθώς αυτή η διαπίστωση ενέχει μια
ισχυρή ψυχολογική διάσταση, προκύπτει το ερώτημα κατά πόσον αφορά αυτούς
τους ανθρώπους άλλο ένα συνέδριο, ημερίδα ή ανοιχτή εκδήλωση με θέμα
–στις διάφορες παραλλαγές του– τον «κίνδυνο εκφασισμού της κοινωνίας».
Ασφαλώς, δεν υποστηρίζω ότι τέτοιες εκδηλώσεις δεν είναι ωφέλιμες: ήταν
απαραίτητες ως πρώτη αντίδραση, προκειμένου να τεκμηριώσουμε και να
μοιραστούμε τα επιχειρήματά μας, να νιώσουμε ότι δεν είμαστε μόνοι/ες,
να νικήσουμε το φόβο, ενδυναμώνοντας το αντιφασιστικό μέτωπο. Αυτά
έγιναν και συνεχίζουν να γίνoνται με επάρκεια, μαζικότητα και
σοβαρότητα.
Η ένστασή μου είναι ότι μια τέτοια
δραστηριότητα απευθύνεται στους ήδη πεισμένους, στους αντιφασίστες. Έτσι
όμως απλώς χαλυβδώνεις τις δικές σου τάξεις, ενόσω οι κάθε λογής
Χρυσαυγίτες δουλεύουν με τη στρατηγική του κεντήματος, βελονιά-βελονιά,
σε καφενεία, σχολεία, γήπεδα, γυμναστήρια, γειτονιές. Όσο εμείς
μαζευόμαστε σε αίθουσες συνεδριάσεων, εκείνοι διεκδικούν τον δημόσιο
χώρο. Έρχονται σε επαφή με το κομμάτι του πληθυσμού που τείνει ευήκοον
ους στα διαγγέλματα μίσους που εξαπολύουν, στην καθημερινότητά του,
κάθονται δίπλα τους, και όχι σε κάποιο πάνελ, τους μιλάνε μια γλώσσα που
καταλαβαίνουν.
Αν κάποιος προσπαθήσει πραγματικά να
ακούσει και να καταλάβει αυτούς τους ανθρώπους, όχι τους Χρυσαυγίτες,
αλλά όσους βρίσκονται στο ευρύτερο περιβάλλον τους (υποστηρικτές,
συμπαθούντες, ψηφοφόρους κλπ.), οδηγείται σε ορισμένες άβολες
διαπιστώσεις: Η κοινωνία περιλαμβάνει ένα μεγάλο κομμάτι που δεν
ανταποκρίνεται στην εικόνα που προβάλλουμε όταν την επικαλούμαστε ως
συλλογικό / προοδευτικό / αγωνιστικό υποκείμενο. Αυτές οι ιδιότητες δεν
έχουν γενικευτική ισχύ, πράγμα που ισχύει και για ανάλογες χρήσεις των
όρων «λαός» ή «μετανάστες». Υπαρκτή και πολυπληθής είναι μια μερίδα
ανθρώπων εκπαιδευμένων στις ορίζουσες της τηλεοπτικής κουλτούρας, με
εσωτερικευμένη απόρριψη και ματαίωση, που τις προηγούμενες δεκαετίες
βρήκε διέξοδο στην εύκολη κατανάλωση. Όταν το «παραμύθι» της
κατανάλωσης, που επέτρεπε την ψευδαίσθηση συμμετοχής στο πάρτι,
τελείωσε, δεν έμεινε παρά ο θυμός του παιδιού που του πήραν το
γλειφιτζούρι από το χέρι.
Τα παραπάνω συνοδεύονται από έντονα
συμπλέγματα απέναντι στον μορφωμένο /κουλτουριάρη / καλαμαρά. Το ξέρω
ότι δεν μας αρέσει, αλλά όταν αναφέρονται σε αυτό τον ανθρωπότυπο έχουν
ακριβώς στο μυαλό την εικόνα ημών σε συνέδρια-εκδηλώσεις-ημερίδες, όπου
μεταξύ καφέ ή ελαφριού σνακ προσπαθούμε να λύσουμε τα αδιέξοδα.
Επαναλαμβάνω ότι τα συνέδρια και οι εκδηλώσεις είναι απαραίτητα, όπως
και ο καφές και τα σνακ, όταν πρέπει να ανταπεξέλθεις σε πολύωρες και
κοπιαστικές εργασίες αυτού του τύπου. Αυτό που θέλω να επισημάνω είναι
ότι με αυτή τη στρατηγική δεν κερδίζεις. Πρέπει να ξεπεράσουμε τον
ελιτισμό και τη συστολή μας, να υπερβούμε την εσωτερική μας αργκό και τα
πολιτισμικά μας κοινά σημαινόμενα, και να προσπαθήσουμε να μιλήσουμε με
τους ανθρώπους που βρίσκονται απέναντι μας. Δεν είναι Χρυσαυγίτες όλοι
όσοι ψήφισαν Χρυσή Αυγή, ούτε όλοι όσοι έκρωζαν έξω από το «Χυτήριο». Αν
η μανάβισσα της γειτονιάς μου ξεσπάει σε αντιμεταταναστευτικό
παραλήρημα, δεν σημαίνει ότι είναι Χρυσαυγίτισσα. Ομολογώ ότι όταν
βρέθηκα αντιμέτωπη με περιστατικό αυτού του τύπου, η πρώτη μου αντίδραση
ήταν η ειρωνεία· ωστόσο, έτσι τη σπρώχνω απλώς στις ευρύχωρες για κάθε
Έλληνα (πλην αριστερών, ομοφυλοφίλων, φεμινιστριών και όποιου άλλου «μη
κανονικού») αγκάλες της Χρυσής Αυγής. Σημειώνω εδώ το πόσο σημαντικό
είναι, για όσους προσεγγίζει η οργάνωση, η αίσθηση αποδοχής που τους
προσφέρει: επιτέλους, κάποιος τους αντιμετωπίζει με σεβασμό, σαν κύριους
και κυρίες, και αυτό το ανταποδίδουν με αφοσίωση. Η ερμηνευτική αφήγηση
που τους προσφέρουν τραβάει στα άκρα αλλά βρίσκεται σε συνέχεια με
κυρίαρχα ιδεολογήματα των προηγούμενων δεκαετιών, οπότε δεν χρειάζεται
να καταβάλουν τον όποιο πνευματικό κόπο για να κατανοήσουν τα εξαιρετικά
πολύπλοκα αίτια της σημερινής κατάστασης.
Στο διά ταύτα, αναρωτιέμαι αν,
ανταποκρινόμενοι στην κρισιμότητα του αιτήματος «αντιμετώπισης του
εκφασισμού» πρέπει να γίνουμε πιο ευέλικτοι, υπερβαίνοντας την
πεπατημένη. Να μιλήσουμε με τους ανθρώπους, ακόμα και αν φρικάρουμε με
τα όσα ακούμε και να προσπαθήσουμε να συνεννοηθούμε – αλλιώς θα
συνεννοηθούν άλλοι. Αυτά με τον απλό κόσμο. Με τους Χρυσαυγίτες δεν
υπάρχει συνεννόηση, ωστόσο είμαι βέβαιη ότι όταν πάμε να τους
αντιμετωπίσουμε με τα εργαλεία τους, δηλαδή σκούζοντας, βρίζοντας,
απειλώντας, είμαστε χαμένοι από χέρι. Δεν αρχίζεις διάλογο στον τόνο που
σου επιβάλλουν, δεν τους αναγορεύεις σε συνομιλητές διότι παραβιάζουν
τους κώδικες της συνομιλίας· αναφέρεσαι κατευθείαν στην τήρηση των
κανόνων εντός του κανονιστικού πλαισίου στο οποίο λαμβάνει χώρα η ατυχής
συνάντηση.
Όλα τα παραπάνω μπορούν να συμβαδίσουν
αρμονικά και αποτελεσματικά με την προσπάθεια δημιουργίας δικτύων
αλληλεγγύης. Κάτι τέτοιο, εκτός από το προφανές όφελος για την κοινωνία
και την οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης με «δυσπρόσιτα» τμήματα του
πληθυσμού, μας δίνει τη δυνατότητα να βγαίνουμε από τις κλειστές
αίθουσες, υπερασπιζόμενοι την ορατότητά μας στον δημόσιο χώρο.
*πηγή: theanimalarium.blogspot.gr
Η Δώρα Κοτσακά-Καλαϊτζιδάκη είναι δρ πολιτικής κοινωνιολογίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου