Οι άρρηκτοι δεσμοί πολιτισμού και παιδείας
Μυρσίνη Αθανασιάδου*
Eίναι αλήθεια ότι πολλοί λίγοι σήμερα συνδέουν την εκπαίδευση με τον
πολιτισμό ή αντιλαμβάνονται τη σπουδαιότητα του να συνδεθεί το σχολείο
με την ποιοτική πολιτιστική δημιουργία. Αυτό φαίνεται καθαρά, εκτός των
άλλων και από τις προτιμήσεις της πλειοψηφίας των μαθητών, που
συνοψίζονται στην ενασχόληση με το διαδίκτυο, την κινητή τηλεφωνία, με
την αγορά των όλο και πιο εξελιγμένων κινητών τηλεφώνων, την τηλεόραση,
με προτίμηση στα σήριαλ, και το ποδόσφαιρο ακόμη και με τις
χουλιγκανικές εκφράσεις του. Η ενασχόληση με τον κινηματογράφο συνδέεται
συνήθως με τις υπερπαραγωγές του στυλ Χάρυ Πότερ, Ironman και Spiderman
και η ελάχιστη σχέση με τη λογοτεχνία αφορά σε βιβλία του συρμού. Είναι
βέβαιο λοιπόν ότι οι προτιμήσεις τους διαμορφώνονται γενικά από την
τηλεόραση και το διαδίκτυο.
Το αποτέλεσμα είναι πολλοί από τους νέους ή να εγκλωβίζονται στο ρόλο
του καλού μαθητή, με τελικό στόχο τις πανελλαδικές εξετάσεις και τις
πανεπιστημιακές σχολές ή αν δεν έχουν τέτοιες φιλοδοξίες, να ακολουθούν
τα στερεότυπα που προβάλλουν τα Μ.Μ.Ε., οι αστέρες των γηπέδων ή στις
χειρότερες περιπτώσεις να ωθούνται σε αντικοινωνικές συμπεριφορές. Και
στις δύο περιπτώσεις τα περισσότερα παιδιά αδιαφορούν για τον πολιτισμό,
που εξανθρωπίζει, προσφέρει πανανθρώπινες αξίες, ανοίγει τους ορίζοντες
του νου, κοινωνικοποιεί, πολιτικοποιεί. Γιατί ας μην διαφεύγει ότι η
πολιτικοποίηση των προηγούμενων γενιών, αν δεν στηρίζονταν στις
αριστερές καταβολές και προοδευτικές αρχές της οικογένειας, βασίζονταν
σίγουρα στο βιβλίο, που εξανθρώπιζε, σε κινηματογραφικά έργα και θέατρο
που προήγαν τον ανθρωπισμό, την κοινωνική αλληλεγγύη και το συλλογικό
αγώνα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι και σήμερα δεν υπάρχουν σπουδαία έργα τέχνης σε
όλους τους τομείς. Αλλά επειδή υπάρχει πληθώρα πολιτιστικών αγαθών, ο
νέος, χωρίς καθοδήγηση, «χάνεται» και δεν μπορεί να επιλέξει τα έργα,
που θα τον προαγάγουν πνευματικά και ψυχικά, από το πλήθος των προϊόντων
της υποκουλτούρας, που εσκεμμένα το εμπορικό κύκλωμα προωθεί. Έπειτα ο
μαθητής παρασύρεται από τα μεγάλα δήθεν ονόματα και δεν μπορεί να
σκεφθεί, για ποιο λόγο γράφεται ή παριστάνεται κάτι, τι αποτελέσματα
μπορεί να έχει, ποιον στόχο τελικά εξυπηρετεί. Γιατί αλλιώς θα
κατανοούσε ότι πολλοί τον θέλουν να υπνώττει σε πελάγη μιντιακής
ευτυχίας, να αδρανεί και να μην αδράχνει το μέλλον στα χέρια του, να μην
βλέπει την αιτία της κοινωνικής και πολιτικής κατάρρευσης, ώστε να
μπορέσει να την αποτρέψει.
Πολλοί εδώ θα αντέτειναν ότι η τέχνη δεν πρέπει να υπηρετεί την
πολιτική, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να κατευθύνει, όπως παλιότερα
έκανε ο «σοσιαλιστικός ρεαλισμός». Πραγματικά η τέχνη, όπως και ο
καλλιτέχνης πρέπει να είναι ελεύθερη. Από την άλλη πλευρά όμως πρέπει να
έχει στόχο τον ανθρωπισμό, την αλληλεγγύη, το συλλογικό αγώνα και όχι
τον ατομισμό, τη διαφθορά, τον αποπροσανατολισμό, την απολιτικοποίηση.
Γιατί και η μεγάλη τέχνη του παρελθόντος, αυτή που ονομάζουμε κλασική,
έδενε μορφή και περιεχόμενο και θεωρήθηκε σπουδαία, γιατί άνοιγε δρόμους
προς όφελος του ανθρώπου και της κοινωνίας, είτε γινόταν από τον Όμηρο,
τον Ντοστογιέφσκι, τον Πικάσο ή τον Πίντερ.
Επομένως, επειδή η Αριστερά θέλει μια νεολαία προσανατολισμένη στις
αρχές της, στον ανθρωπισμό, την κοινωνική αξιοπρέπεια, την αλληλεγγύη
στον συνάνθρωπο, στην συλλογικότητα, στον κοινωνικό αγώνα, πρέπει να
προβάλει μια εκπαιδευτική πολιτική, όπου βασικός πυλώνας πρέπει να είναι
η ενασχόληση με την τέχνη, την πολιτιστική δημιουργία, που θα έχουν
αυτά τα χαρακτηριστικά.
Γι' αυτό, αν εξαιρεθεί η συμβολή της οικογένειας, που μπορεί να παίξει
το ρόλο του πρώτου φυτωρίου, πρέπει να κατανοηθεί ότι ο ρόλος του
σχολείου είναι ιδιαιτέρως σημαντικός, εφόσον μπορεί να εμφυσήσει την
αγάπη για τον πολιτισμό, αλλά και να ανιχνεύσει τις καλλιτεχνικές τάσεις
των παιδιών ως ο κατεξοχήν φορέας αγωγής. Κατά τη γνώμη μας μπορεί να
λειτουργήσει εποικοδομητικά με διάφορους τρόπους, ώστε το παιδί να έρθει
σε επαφή με την ποιοτική πολιτιστική δημιουργία:
με τη δημιουργία σχολικών βιβλιοθηκών και τη διατήρηση των υπαρχόντων, ειδικά στα επαρχιακά σχολεία
με τα ειδικά μαθήματα αισθητικής παιδείας και τους ανάλογους
διδάσκοντες, καθηγητές θεατρολογίας, μουσικής, εικαστικών ή και
γυμναστές, που θα προσπαθήσουν να εμφυσήσουν στους μαθητές την αγάπη για
αυτά τα είδη τέχνης
με την καλή λειτουργία και έγκαιρη στελέχωση των μουσικών σχολείων
με τα ειδικά προγράμματα που απευθύνονται σε μαθητές π.χ. το «πάμε σινεμά», οι διαγωνισμοί λογοτεχνίας, φωτογραφίας, ζωγραφικής
με τους πολιτιστικούς περιπάτους, ειδικά στις μεγάλες πόλεις, στους
οποίους μπορούν να μετατραπούν οι ανούσιες εκδρομές σε αλάνες ή σε
κοντινά γήπεδα με την απαραίτητη γειτνίαση σε καφετέριες. Με αυτόν τον
τρόπο οι μαθητές έχουν τη δυνατότητα να επισκεφθούν μουσεία, εκθέσεις
ζωγραφικής, να δουν ταινίες ή να παρακολουθήσουν μια θεατρική παράσταση.
Εντούτοις σήμερα όλες αυτές οι δραστηριότητες τείνουν να εξαφανιστούν,
γιατί το υπουργείο δεν έχει μια σοβαρή πολιτιστική πολιτική και κυρίως
γιατί επιβάλλει δρακόντειες περικοπές στον οικονομικό προϋπολογισμό λόγω
της μνημονιακής πολιτικής, με αποτέλεσμα να υποχρηματοδοτεί, να
συρρικνώνει ή και να εξαφανίζει δομές και θεσμούς.
Έτσι τα μαθήματα αισθητικής αγωγής, όπως και άλλα, τα λεγόμενα
«δευτερεύοντα» μαθήματα, δεν υπάρχουν στο αναλυτικό πρόγραμμα του
Λυκείου, που έτσι μετατρέπεται περισσότερο από ποτέ σε εξεταστικό
κέντρο. Άλλωστε δεν διορίζονται και εκπαιδευτικοί πολιτιστικών
ειδικοτήτων, που το Υπουργείο δεν θεωρεί βασικές.
Οι πολιτιστικές εξορμήσεις σκοντάφτουν στην οικονομική συρρίκνωση των
οικογενειακών εισοδημάτων, αλλά και στη μεγάλη γραφειοκρατία, που
αντιμετωπίζουν διευθυντές και ενδιαφερόμενοι καθηγητές, μια διαδικασία
χρονοβόρα και αποκαρδιωτική. Τέλος οι βιβλιοθήκες αφήνονται να
μαραζώσουν χωρίς εμπλουτισμό τους ή και στελέχωσή τους.
Παράλληλα το σχολείο έχει να αντιμετωπίσει και το εξής θεμελιακό -
ιδεολογικό ζήτημα: το «ποια παιδεία, άρα και πολιτισμός, προσφέρεται
στους νέους για ποιον και γιατί». Έτσι και στο επίπεδο του πολιτισμού
αναπαράγεται η ταξική ανισότητα, γιατί οι πλούσιοι γονείς και τα καλά
ιδιωτικά σχολεία αναπληρώνουν τα κενά της εκπαιδευτικής πολιτικής, ενώ η
μαθητιώσα νεολαία των εργατικών κυρίως συνοικιών εγκαταλείπεται στα
δίχτυα των αμφιβόλου ποιότητας τηλεοπτικών προγραμμάτων.
Επομένως στόχος του εκπαιδευτικού κινήματος, αλλά και της Αριστεράς
πρέπει να είναι η παροχή και πολιτιστικής παιδείας στους μαθητές, αν
επιθυμεί πολίτες με ανοιχτούς ορίζοντες, ευαίσθητους στα μηνύματα των
καιρών, αλλά και στον πόνο του άλλου, οραματιστές, αλλά και ανατροπείς
των κακώς κειμένων της κοινωνίας.
* Eκπαιδευτικός, διδάκτωρ Νεότερης Ιστορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου