Η ανίερη επιτυχία της απεργοσπασίας
Της Μαρίας Καζάντη*
Η απεργία των καθηγητών ήταν μια απεργία κακοπληρωμένων μικροαστών. Στην εποχή του καπιταλισμού «με ανθρώπινο πρόσωπο» απολάμβαναν αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, αξιοπρεπείς μισθούς –δεν έβγαινε ο μήνας μεν, την πάλευαν δε- και, φυσικά, αξιοπρεπή τραπεζικά προϊόντα –δάνεια καταναλωτικά, διακοπών και τα απαραίτητα στεγαστικά. Την ίδια εποχή, οι μαθητές επίσης απολάμβαναν –αν και την απαξίωναν αυτοί και οι γονείς τους- στοιχειώδη δωρεάν παιδεία. Οι καθηγητές καθυστερούσαν μεν τοποθετούνταν δε στα σχολεία, η ενισχυτική διδασκαλία ήταν ανεπαρκής αλλά υπήρχε, οι σχολικές τάξεις είχαν κατά μέσο όρο 20 μαθητές και η τεχνική εκπαίδευση λειτουργούσε, έστω υποτυπωδώς.
Στα χρόνια του μνημονίου, καθηγητές και δάσκαλοι, νοσταλγούν την εποχή που απολάμβαναν παιδαγωγική ελευθερία, δίχως να κάνουν απλήρωτες υπερωρίες –«για την πατρίδα», όπως διατείνονται πολλοί διευθυντές-, δίχως να απειλούνται με πειθαρχικό από περιφερειάρχες, έτσι και δεν αποδεχτούν πως αυτοί, οι εκπαιδευτικοί, ευθύνονται για την κατάντια του δημόσιου σχολείου και δίχως να τρέμουν μήπως και δουν το όνομά τους σε λίστα διαθεσιμότητα, τουτέστιν σε λίστα απόλυσης.
Η απεργία λοιπόν φαινόταν να είναι μονόδρομος. Είναι ξεκάθαρο πια πως τα αιτήματα δεν είναι απλώς συντεχνιακά και οι γονείς είναι πιο έτοιμοι από ποτέ να στηρίξουν το κίνημα των εκπαιδευτικών. Οι πολλά υποσχόμενες πενθήμερες επαναλαμβανόμενες, εξαγγέλλονται και έχουν εξαιρετική επιτυχία… Φευ, την πρώτη μέρα! Ο κλάδος, οι επίδοξοι απεργοί, είναι άφραγκος. Δεν φρόντισε για απεργιακό ταμείο, ενώ χρόνια τώρα το ευαγγελίζεται ως απαραίτητο.
Αλήθεια, όμως, από πότε απεργούν οι φραγκάτοι; Παρεκτός, αν φραγκάτοι λογίζονταν οι καθηγητές το 1997 και οι δάσκαλοι το 2006, χρονιές μεγάλων απεργιών.
Κι αν όλοι οι απεργοσπάστες σήμερα δεν είχαν κυριολεκτικά να φάνε, δεν ήξεραν πως «δεν πρέπει να περιμένουν τη σωτηρία τους από την άλλη πλευρά; Και του πιο αδύνατου η δύναμη διπλασιάζεται, όταν ενώσει τη λιγοστή του μπόρεση με την προσπάθεια των συντρόφων του(…). Αλληλεγγύη των δυστυχισμένων». Στα βάθη της ιστορίας χάνονται τα λόγια του δάσκαλου Δημήτρη Γληνού, ώστε να ξεχαστούν από τους απόγονους συναδέλφους του, οι οποίοι δεν έσπευσαν να στηρίξουν απεργιακά τους καθηγητές. Και είναι αλήθεια πως όλοι περνούν δύσκολα. Τα δάνεια τρέχουν, η εφορία τσακίζει, τα παιδιά έχουν τις απαιτήσεις τους…
«Άραγε», παραφράζοντας τον Αλέν Μπαντιού, οι δάσκαλοι και των τριών βαθμίδων «έχουν καρδιά;» Θυμάται κανείς τη Ρόζα Ιμβριώτη, το Παρθεναγωγείο του Βόλου, τους δασκάλους στα σχολεία του βουνού; «Στο προσκήνιο βρίσκονται οι άμεσοι απόγονοι» άλλων: αυτών που θεωρούν τα σωματεία γραφικά μορφώματα, τη εργασιακή μονιμότητα επαίσχυντο ταμπού, τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων –κλειστά σχολεία, αγκυροβολημένα κρουαζιερόπλοια κοκ- δράσεις που σύσσωμη η αριστερά πρέπει να καταδικάσει ωσάν μορφές βίας, εξισωμένες πολλάκις με τη φονική βία της Χρυσής Αυγής. Τι κι αν αυτή «εξαρθρώθηκε»; Η κυρίαρχη ιδεολογία πάντα θα προσπαθεί να βρει ως χαμένα κομμάτια του παζλ της παρανομίας τα κάθε λογής κοινωνικά κινήματα. Κι όταν αυτά εκφράζονται απεργιακά, οι επιθέσεις εντείνονται και η απεργοσπασία μετονομάζεται «δικαίωμα στη δουλειά».
Θυμάται κανείς άραγε τους Ελληνες ανθρακωρύχους στο Λάντλοου της Αμερικής το 1914, με επικεφαλής τον Λούι Τίκα, που έστησαν καταυλισμό στα ορυχεία για να εμποδίσουν τους απεργοσπάστες να δουλέψουν; Οποίο έλλειμμα δημοκρατίας τους διήπε! Δυστυχώς για όλους, οι απεργοσπάστες δεν τοποθετούν τους εαυτούς τους απ’ την άλλη μεριά, αυτή του απολυμένου, που δεν του έχει μείνει πια κανένα όπλο για να παλέψει, ούτε καν αλυσίδες για να τις απολέσει. Και να η ανίερη επιτυχία της απεργοσπασίας, επιχείρημα των μνημονιακών, δια στόματος Αδωνη Γεωργιάδη: «οι απεργοί είναι ελάχιστοι, άρα οι εργαζόμενοι, δεν είναι με τους συνδικαλιστές, είναι με μας».
Όταν απολυθούν οι επόμενες δεκάδες χιλιάδες δημοσίων υπαλλήλων, τότε το μόνο που θα έχει μείνει είναι να ιδρυθεί σύλλογος «διωχθέντων και δυσμενώς μετατετιθέντων» υπό της τρόικας, ο οποίος θα διεκδικεί αποκατάσταση από μελλοντικές αριστερές κυβερνήσεις. Μα, έως τότε, οι αγωνιστικές σημαίες θα υποσταλούν; Τα αντιφασιστικά προτάγματα θα σιγήσουν, τώρα που οι Χρυσαυγίτες είναι ποινικοί; Και να πώς επικαιροποιείται το σύνθημα του Μάο «τολμήστε να αγωνιστείτε, τολμήστε να νικήσετε», ενάντια σε κάθε μορφή ολοκληρωτισμού. Θέτοντας τους εαυτούς μας υπόλογους όχι στο «μαζί τα φάγαμε», αλλά στο «μαζί τα κερδίσαμε».
*Η Μαρία Καζάντη είναι εκπαιδευτικός, στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση
(από το ΠΑΙΔΕΙΑ &ΚΟΙΝΩΝΙΑ Τεύχος 85 Οκτωβρίου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου