Κοινοβουλευτικός κρετινισμός και αποτυχημένες «λύσεις» στην πλάτη του όχι
Θέμης Τζήμας
Από τη Δευτέρα 7 Ιουλίου παρακολουθούμε έναν εντεινόμενο κοινοβουλευτικό κρετινισμό. Πέντε πολιτικοί αρχηγοί, εμφανώς τρομαγμένοι από το μέγεθος του λαϊκού όχι στο δημοψήφισμα, το οποίο ακόμα και αν πρόσκαιρα ευνοεί ορισμένους εξ αυτών αντιλαμβάνονται ότι τους ξεπερνά ως προς τη δυναμική του, επιχειρούν να το φέρουν στα μέτρα της δική τους πολιτικής, διαμορφώνοντας από “τα πάνω” ένα βολικό για τους ίδιους νόημα. Σε αυτή μάλιστα την προσπάθεια ομονόησαν υπό τον πρόεδρο της δημοκρατίας και με τη στήριξη της προπαγανδιστικής μηχανής που τα έδωσε όλα υπέρ του ναι στο δημοψήφισμα. Πρόκειται για τυπικό κοινοβουλευτικό κρετινισμό, ο οποίος ήδη παράγει συνέπειες.
Οι συνέπειες έχουν να κάνουν με την ανακύκλωση αποτυχημένων προτάσεων που συζητιούνται εκ νέου και μάλιστα προτείνονται και από την κυβέρνηση από ό,τι μαθαίνουμε: όλα τα μνημόνια βασίστηκαν σε ένα σχήμα που στο πλαίσιο του δημοσιονομισμού προέτασσε την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους της χώρας με νέο δανεισμό και έδινε ως αντάλλαγμα από ελληνικής πλευράς μέτρα λιτότητας, επιτείνοντας την ύφεση. Το καρύκευμα δε ήταν κάποια κονδύλια αναπτυξιακού προσανατολισμού που πέρα από ανεπαρκή δε συνδυάζονταν με κανένα ολοκληρωμένο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Έτσι, μετά από δύο αναδιαρθρώσεις χρέους, οι μόνοι που σώθηκαν είναι κάποιοι ξένοι τραπεζίτες, ενώ ο φαύλος κύκλος χρέους και ύφεσης διογκώθηκε σε βαθμό κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας. Πανομοιότυπη είναι η αρχιτεκτονική των προτάσεων και της παρούσας κυβέρνησης, η οποία στο πλαίσιο του ευρωφετιχισμού και αφού έχασε χρόνο και αποθέματα της ελληνικής οικονομίας σύρεται σε συμφωνία υπό συνθήκες αδιεξόδου και ασφυξίας.
Και όμως, οι τελευταίες ημέρες με αποκορύφωμα το λαϊκό όχι ανοίγουν το δρόμο προκειμένου η κυβέρνηση να ζητήσει αντιμετώπιση της πραγματικότητας, που θα οδηγούσε σε δύο πιθανά είδη σχεδίων εξόδου από την κρίση: το πρώτο θα ήταν μια σημαντική μετατόπιση της ευρωζώνης, μπροστά στον κίνδυνο απώλειας ενός μέλους της ή κατάρρευσής της, προς μια έστω κεϋνσιανή πολιτική.
Μια τέτοια πολιτική θα στηριζόταν σε γενναία χρηματοδότηση βάσει ολοκληρωμένου προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης, θα απάλειφε οποιοδήποτε περιοριστικό μέτρο, θα μετασχημάτιζε το κράτος προς κατεύθυνση αναπτυξιακή, ρυθμιστική και κοινωφελή, θα έδινε έμφαση στην αναδιανομή πλούτου εις βάρος της οικονομικής ολιγαρχίας και θα πάγωνε την εξυπηρέτηση του χρέους ή σε κάθε περίπτωση θα το αναδιάρθρωνε σε μεγάλο βάθος και προς όφελος του λαού. Θα ήταν ένα έστω μετριοπαθές σχέδιο που όμως θα μπορούσε να προσφέρει βιωσιμότητα στην ίδια την ευρωζώνη.
Τα εμπόδια προς μια τέτοια μετατόπιση έχουν να κάνουν πρώτον με την αρχιτεκτονική της ευρωζώνης ως μιας “γερμανικής” από τη μια και νεοφιλελεύθερης- μονεταριστικής ζώνης κρατών από την άλλη. Δεύτερον, με αυτό που η καγκελαρία του Βερολίνου, οι συντηρητικές κυβερνήσεις και οι ευρωκράτες αντιλαμβάνονται ως υπεράσπιση του πολιτικού τους γοήτρου και που περνάει μέσα από την εμμονή σε μνημονιακού τύπου πολιτικές.
Το δεύτερο είδος σχεδίου είναι αυτό της φιλικής εξόδου από την ευρωζώνη. Σε αντίθεση με τις πομφόλυγες του συμβουλίου πολιτικών αρχηγών, ακόμα και αυτός ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας- με ό,τι και αν σημαίνει, πράγμα που είναι μια μεγάλη συζήτηση- δεν περνά αναγκαστικά μέσα από το φετιχισμό της παραμονής στην ευρωζώνη, όταν αυτή συνδυάζεται με τη βύθιση σε κοινωνική, οικονομική και πολιτική παρακμή. Μια φιλική έξοδος θα σήμαινε χρηματοδότηση για σταθεροποίηση του νέου νομίσματος και για επανεκκίνηση της ανάπτυξης, ενώ θα αναγνώριζε την εκ των πραγμάτων αδυναμία αποπληρωμής του δημοσίου χρέους και άρα την ανάγκη αναδιάρθρωσής του. Θα έδινε αφενός στην Ελλάδα το χρόνο και τα εργαλεία για να ανασυγκροτηθεί βάσει του δικού της σχεδίου και αφετέρου θα διέσωζε αυτό που έστω λανθασμένα οι προαναφερθέντες πολιτικοί παράγοντες αντιλαμβάνονται ως πολιτικό τους γόητρο.
Εάν τίποτα από τα παραπάνω δεν ακολουθηθεί τότε ακόμα και αν βρεθεί μια “λύση”, αυτή σύντομα θα βαλτώσει και εν τέλει θα καταρρεύσει μέσα σε ένα σκηνικό βαθιάς ύφεσης για ένατη χρονιά, ραγδαίας απαξίωσης του πολιτικού προσωπικού και της κυβέρνησης και έλλειψης εμπιστοσύνης στους οικονομικούς θεσμούς της χώρας. Η σημερινή κατάσταση αδιεξόδου θα επανέλθει με ακόμα μεγαλύτερη ένταση, ενώ ο λαός θα νιώθει προδομένος και οι αντοχές της οικονομίας αλλά και της δημοκρατίας θα έχουν εξαντληθεί.
Το μεγαλειώδες όχι του λαού προσφέρει σε όλους και ιδίως στην κυβέρνηση τη χρυσή ευκαιρία προκειμένου να τολμήσει να “απαντήσει” στην πραγματικότητα, επιδιώκοντας μακροπρόθεσμες και βιώσιμες λύσεις. Δυστυχώς, ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός που βιώνουμε από την Κυριακή το πρωί και η εξοργιστική ανεπάρκεια των συντηρητικών έως αντιδραστικών πολιτικών ηγεσιών της ΕΕ δε μας προδιαθέτει προς αυτήν την κατεύθυνση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου