Η λατρεία της ιεραρχίας (των ζητημάτων)
του Γιάννη Ανδρουλιδάκη
Κάθε φορά που τίθεται στην Ελλάδα ένα ζήτημα που με κάποιο τρόπο επηρεάζει ή ενοχλεί την ορθόδοξη εκκλησία (είτε πρόκειται για την περιουσία της είτε για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες είτε, τέλος, για το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών, την πρωινή προσευχή και τις εικόνες στα δημόσια κτήρια), υπάρχει ένα τμήμα της Αριστεράς που διαμαρτύρεται. Κατά κανόνα, το κεντρικό περιεχόμενο της διαμαρτυρίας είναι «αυτό είναι το θέμα μας τώρα; δεν υπάρχουν σοβαρότερα ζητήματα;».
Θα συμφωνήσω –για την οικονομία της συζήτησης, ή και όχι- ότι υπάρχουν σοβαρότερα θέματα από αυτά. Ας πούμε το ζήτημα της υπεράσπισης των προσφύγων, το ζήτημα της προστασίας της εργασίας και της επαναφοράς των συλλογικών συμβάσεων, η καταπολέμηση του φασισμού, η ασφάλιση και η υγεία -πάνω απ’ όλα η υγεία. Δεν καταλαβαίνω όμως με ποιο τρόπο αυτό αποτελεί επιχείρημα για να μην ασχοληθούμε με το ζήτημα των θρησκευτικών και της κατήχησης στα σχολεία. Οι άνθρωποι, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, κάνουμε πολλά πράγματα παράλληλα, άλλα σημαντικότερα και άλλα λιγότερο σημαντικά. Εγώ για παράδειγμα έχω ως πρώτιστη ανάγκη να πάω σούπερ μάρκετ, αλλά αυτό δε με εμποδίζει να πλύνω στο μεταξύ τα πιάτα. Μπορούμε λοιπόν με τον ίδιο τρόπο να απαντήσουμε στο ζήτημα της διδασκαλίας των θρησκευτικών, χωρίς αυτό να επηρεάσει σε τίποτα την πάλη μας για τις συλλογικές συμβάσεις.
Οι πεποιθήσεις είναι ατομικές
Ένα άλλο κριτήριο σχετικά με τις ανάγκες, που υποτιμά ο συλλογισμός αυτού του τμήματος της αριστεράς, είναι το πόσο αυτονόητες είναι και το κατά πόσο συνιστούν κοινό τόπο. Έτσι, ενώ για παράδειγμα η κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής είναι κατά τη γνώμη μου μια ανάγκη πρώτης προτεραιότητας, δεν μπορώ να διεκδικήσω να με πάρουν στα σοβαρά αν υποστηρίξω ότι αυτή η ανάγκη αποτελεί κοινό τόπο στην κοινωνία: αυτό σημαίνει ότι πρέπει να παλέψω μαζί με όσους την συμμερίζονται για να γίνει πράξη, αναγνωρίζοντας ότι μέχρι τότε υπάρχουν άλλα στάδια τα οποία πρέπει να κατακτηθούν. Αντίθετα, η άποψη ότι οι πεποιθήσεις δεν μπορούν να είναι εξαναγκαστικές και άρα δεν μπορούν να αποτελούν και αναπόσπαστο στοιχείο μιας ενιαίας κουλτούρας, αλλά αποτελούν ατομική υπόθεση, είναι –θεωρητικά τουλάχιστον- κατεκτημένη στην αστική δημοκρατία. Και στην υπόθεση της έντονης παρουσίας θρησκευτικών τελετών στη δημόσια σφαίρα, υπάρχει αντικειμενική παραβίαση αυτής της κοινής στην κοινωνία μας αρχής.
Θρησκεία και δημοσιότητα
Η χριστιανική ορθοδοξία είναι μια πεποίθηση. Για την ακρίβεια, είναι μια σειρά πεποιθήσεων σε αδιάσπαστη ενότητα. Συνίσταται στην άποψη ότι υπάρχει ένα ανώτατο ον, το οποίο ονομάζουμε θεό, το οποίο δημιούργησε τον κόσμο, είναι καλό κι αγαθό, παντοδύναμο και ελεήμον κ.ο.κ., αλλά επίσης και στο ότι ο άζυμος άρτος κατά τη θεία ευχαριστία δε συνιστά βρώση του Κυρίου, η γέμιση του στόματος του βαπτιζόμενου με αλάτι παραβιάζει την ιερότητα του μυστηρίου και διάφορες άλλες τέτοιες διαφορές που προέκυψαν στον χριστιανισμό το 1054 και τον χώρισαν στα δύο.
Προσωπικά δε συμμερίζομαι αυτή την πεποίθηση –ούτε καν την αρχική. Θεωρώ ότι η δημιουργία του κόσμου δεν είναι αποτέλεσμα της δράσης κάποιου ανώτατου όντος, ότι δεν υπάρχει ανώτατο ον και –σύμφωνος με τον αφορισμό του Μπακούνιν- ότι ακόμα κι αν υπήρχε θα έπρεπε να το καταστρέψουμε, καθώς η ελευθερία προϋποθέτει την ισότητα και αντίστροφα και το πραγματικό ήθος δεν βασίζεται στην αναμονή ανταπόδοσης σε κάποια άλλη ζωή. Δεν διεκδικώ ωστόσο αυτή η πεποίθησή μου να διδάσκεται στα σχολεία (πέραν του επιστημονικού κομματιού που αφορά τη δημιουργία του σύμπαντος προφανώς), δεν αξιώνω να υπάρχουν εικόνες του μπινγκ-μπανγκ σε κάθε δικαστήριο, δεν ζητάω να τραγουδούν κάθε πρωί τα παιδιά στο σχολείο το A las barricadas, τον ύμνο των Ισπανών αναρχοσυνδικαλιστών, ούτε να καθιερωθεί ένας δημόσιος όρκος στο όνομα της υποκειμενικής πεποίθησής μου που να έχει καθολική ισχύ. Το ίδιο όμως απαιτώ και για κάθε άλλη υποκειμενική πεποίθηση.
Στην Ελλάδα υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ενεργών χριστιανών ορθοδόξων, ένας ακόμα μεγαλύτερος αριθμός ανενεργών χριστιανών ορθοδόξων και ένας πολύ μεγάλος αριθμός αθέων, άθρησκων, αγνωστικιστών, μουσουλμάνων, καθολικών ή οτιδήποτε άλλο. Η εντελώς εμφατική κυριαρχία του ορθόδοξου χριστιανισμού στη δημόσια σφαίρα, συμπεριλαμβανόμενης της δημόσιας εκπαίδευσης, αποτελεί αντικειμενική παραβίαση της αρχής της ισονομίας που είναι κοινή στην αστική δημοκρατία και τείνει να αντικειμενικοποιήσει μια υποκειμενική πεποίθηση. Έπρεπε να έχει αρθεί χθες, και αφού δεν έγινε πρέπει να αρθεί σήμερα.
«Έχει προσφέρει έργο»
Θεωρώ εντελώς διάτρητα δύο αντεπιχειρήματα που προβάλλονται. Το πρώτο είναι ότι «η εκκλησία έχει προσφέρει σημαντικό έργο». Πιθανόν. Πιθανόν και όχι. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση αυτό δε μπορεί να αποτελέσει επιχείρημα για την θεσμοθέτηση μιας πεποίθησης. Έργο μπορεί να έχουν προσφέρει το ΚΚΕ, οι πρόσκοποι και η οργάνωση Lions, ο Σημίτης που έφτιαξε τη γέφυρα Ρίου – Αντιρίου, το μετρό και μας έβαλε στο ευρώ, μερικές δεκάδες ΜΚΟ και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Αυτό δε σημαίνει ότι οι πεποιθήσεις τους θα διδάσκονται στα σχολεία ως αντικειμενικές πραγματικότητες, δημιουργώντας σύγχυση ανάμεσα στην υποκειμενική πίστη και την επιστημονική γνώση, την οποία προωθεί το σχολείο.
Ταυτότητες
Το δεύτερο είναι ότι η ορθόδοξη πίστη, ανεξάρτητα από τις δογματικές της λεπτομέρειες, αποτελεί αναπόσπαστη παράδοση της ελληνικής ταυτότητας. Αυτό όμως είναι ψευδές. Αυτό, για την ακρίβεια, υπήρξε μια προσπάθεια της ελληνικής εκκλησίας και του ελληνικού κράτος, αμέσως μετά τη συγκρότησή του και επιχειρήθηκε σε συνδυασμό με την καταστολή άλλων θρησκευτικών, γλωσσικών και εθνικών παραδόσεων. Στην πορεία του 20ού και του 21ού αιώνα ωστόσο, στον ελλαδικό χώρο αναπτύχθηκαν ταυτότητες και παραδόσεις πολύ πλούσιες, που δεν σχετίζονται με την ορθοδοξία, Σταχυολογώ την αντιφασιστική αντίσταση, το εργατικό κίνημα, τον δημοτικισμό και την αντιδικτατορική πάλη που αντικειμενικά επηρέασαν την ελληνική ταυτότητα, χωρίς να έχουν οποιαδήποτε σχέση με την ορθόδοξη παράδοση και την εκκλησία. Ένα μεγάλο μέρος των ταυτοτήτων που συνυπάρχουν στον ελλαδικό χώρο δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την ορθόδοξη παράδοση. Η σύνδεση αυτή είναι τόσο αληθινή όσο το να λέγαμε ότι ελληνική ταυτότητα συγκροτεί το να υποστηρίζεις τον Ολυμπιακό.
Δεν έχω καμία αντίρρηση –είμαι αντίθετα πεπεισμένος υπέρμαχος- για την ιδέα να ασχοληθούμε με τις προτεραιότητες. Στα σχολεία να υπάρχουν καθηγητές, στα δημόσια νοσοκομεία γιατροί και μηχανήματα και ούτω καθ’ εξής. Η ιδέα όμως ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν αφήσουμε ανέγγιχτη την κυριαρχία της ορθόδοξης εκκλησίας στη δημόσια σφαίρα υπονοεί μια ιστορικά καταστρεπτική ιδέα: ότι η πάλη για τις προτεραιότητες προϋποθέτει την ουδετερότητα απέναντι σε μια σειρά άλλων ζητημάτων, προκειμένου να συσπειρώσει περισσότερο κόσμο. Η συντηρητική αυτή ιδέα υπονοεί ότι μπορεί η κοινωνία να προχωρά στο ένα πεδίο παραμένοντας ακίνητη στο άλλο. Να αναπτύσσει κίνημα οικονομικών διεκδικήσεων αλλά να αδιαφορεί για τους πρόσφυγες. Να παλεύει για τους ελεύθερους χώρους χωρίς να την απασχολεί ο σεξισμός. Να συζητά για την πρόοδο χωρίς να θέτει το ζήτημα της ανεξαρτησίας της δημόσιας σφαίρας από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Αυτός ο συντηρητισμός επιστρέφει πάντα από το παράθυρο και τον πληρώνουμε παντού με τον νόμιμο τόκο.
Η ιστορία απέδειξε ότι η ανοχή σε τέτοιου τύπου παραδόσεις γεννά Χριστόδουλες. Οι Χριστόδουλες γεννούν Χρυσές Αυγές. Οι Χρυσές Αυγές –εκτός των άλλων- γεννούν και πτώση των μισθών. Δε μπορούμε να μένουμε ακίνητοι σε ένα τρένο που κινείται και η απουσία θέσης συνιστά πάντα θέση –με την έννοια της υπαρξιστικής επιλογής.
Ναι, πρέπει να φύγει κάθε θρησκευτική αναφορά από τη δημόσια σφαίρα, τα σχολεία, τα νοσοκομεία, τα δικαστήρια, τις δημόσιες υπηρεσίες. Πρέπει να απαλλαχτούμε όσοι δεν είμαστε χριστιανοί ορθόδοξοι από την κατοχή μιας πεποίθησης που δεν επιλέξαμε ή –για να γίνω λιγότερο θεωρητικός- από την ταλαιπωρία να πρέπει να εξηγήσουμε σε κάθε δημόσια υπηρεσία ότι τον γιο μας τον λένε Παναγιώτη παρότι δεν εμφανίζεται χαρτί βάπτισης στο δημοτολόγιο.
Όποιος συνεισφέρει σε αυτή την αλλαγή, έχει συνεισφέρει σε κάτι καλό. Μπορούμε να συνεχίσουμε να διαφωνούμε μαζί του και να ανταγωνιζόμαστε τις περισσότερες από τις πολιτικές του, χωρίς να είμαστε ένοχοι αποπροσανατολισμού.
Να, το ορκίζομαι. Βάζω το χέρι μου πάνω στις «Απόψεις ενός κλόουν» του Χάινριχ Μπελ, εκδόσεις Γράμματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου