Νίκος Μπελογιάννης 1915-1952:
Γιώργος Σαρρής
Αρχές Ιουνίου 1950 Ο Ερρίκος Πανόζ έρχεται κρυφά στην Ελλάδα
Δεν ήταν κόκκινο το γαρίφαλο
Τον φοβούνταν ακόμα και νεκρό...
Γιώργος Σαρρής
Η πορεία μέχρι το εκτελεστικό απόσπασμα - Η σύλληψη στη γιάφκα των Εξαρχείων και οι απανωτές δίκες του «ανθρώπου με το γαρίφαλο» - Η ευφάνταστη επικοινωνία με τη σύντροφό του Έλλη στο κελί, ο φίλος που αρνήθηκε να τον πυροβολήσει και το σκίτσο του Πάμπλο Πικάσο
Κάθε βράδυ οι θανατοποινίτες των φυλακών Καλλιθέας κοιµούνταν µε την αγωνία ότι αυτό θα είναι και το τελευταίο τους. Μονάχα τα Σαββατόβραδα κοιµούνταν ήρεµοι, γνωρίζοντας ότι τις Κυριακές απαγορεύονται οι εκτελέσεις. Ακόµη και οι Γερµανοί κατακτητές τηρούσαν αυτό τον άγραφο νόµο. Εκείνο το ξηµέρωµα της Κυριακής 30 Μαρτίου του 1952, όµως, έµελλε να είναι διαφορετικό για τον καταδικασθέντα Νίκο Μπελογιάννη, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ και αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης. Το ίδιο ίσχυε και για τρεις ακόµη έγκλειστους συντρόφους του.
Η ώρα είναι λίγο µετά τις 02.30 το πρωί, όταν ο ύπνος τους διακόπτεται απότοµα. Ο δεσμοφύλακας, συνοδεία αστυνοµικών ξεκλειδώνει το κελί. Ο 37χρονος Μπελογιάννης αντιλαµβάνεται τον λόγο της... επίσκεψης. «Πάµε για καθαρό αέρα;» θα αναρωτηθεί περιπαικτικά. Ο βασιλικός επίτροπος, συνταγµατάρχης Αθανασούλης, που είναι παρών, διαβάζει ανέκφραστος την απόφαση θανατικής εκτέλεσης του ίδιου και των συγκρατουµένων του, ∆ηµήτρη Μπάτση, Νίκου Καλούµενου και Ηλία Αργυριάδη, λόγω κατασκοπείας.
Αφού ετοιµάζονται φορώντας τα καλά τους ρούχα, µεταφέρονται µε αυτοκινητοποµπή προς την περιοχή του Γουδή. Θα σταµατήσουν στην πίσω πλευρά του νοσοκοµείου «Σωτηρία», ελάχιστα µέτρα από τη λεωφόρο Μεσογείων. Τους στήνουν στον µαντρότοιχο. Σε απόσταση 10 µέτρων απέναντί τους βρίσκεται το εκτελεστικό απόσπασµα µε τα όπλα παρά πόδα, αναµένοντας το θανατηφόρο παράγγελµα. Για καθαρά ψυχολογικούς λόγους, είθισται περίπου τα µισά τυφέκια να έχουν άσφαιρα πυρά, προκειµένου οι στρατιώτες να µην αισθάνονται ενοχές ότι οι καταδικασθέντες εκτελέστηκαν µετά βεβαιότητος από το δικό τους χέρι. Ο επικεφαλής του αποσπάσµατος ρωτά εάν επιθυµεί κάποιος µελλοθάνατος να έχει δεµένα τα µάτια. Ο Μπελογιάννης αρνείται, το ίδιο και οι υπόλοιποι. Ολα πρέπει να γίνουν γρήγορα και υπό άκρα µυστικότητα.
Η ώρα έχει πάει 4.00 π.µ. Ο χώρος είναι ακόµη σκοτεινός και ο ήλιος αργεί να ανατείλει. Παραβιάζοντας κάθε κανόνα τιµής και σεβασµού απέναντι στους καταδικασθέντες, οι δήµιοι δίνουν διαταγή στους οδηγούς των τριών στρατιωτικών τζιπ, της κλούβας και του καµιονιού να ανάψουν τους προβολείς ώστε να φωτίζεται ο χώρος και να τελειώνουν όλα µια ώρα αρχύτερα. Στις 4.12 π.µ. ακούγεται η µοιραία εντολή. «Πυρ!».
Ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του, παρά τις έντονες αντιδράσεις για τη θανατική καταδίκη τους από τη διεθνή κοινή γνώµη, τον πολιτικό κόσµο εντός και εκτός συνόρων, τον απλό λαό, ακόµη και από την Εκκλησία που παρεµβαίνει δηµοσίως σε ανώτατο επίπεδο, δεν καταφέρνουν να γλιτώσουν. Για ποιον λόγο φτάσαµε στην εκτέλεση του επονοµαζόµενου «ανθρώπου µε το γαρίφαλο»; Ποιους ενοχλούσε µε τη δράση του και για ποιον λόγο καταδικάστηκε; Τι ακολούθησε µετά την εκτέλεσή του που συγκλόνισε ακόµη και τον µεγάλο Πάµπλο Πικάσο, ο οποίος ζωγράφισε τιµητικά το πορτρέτο του.
Αρχές Ιουνίου 1950 Ο Ερρίκος Πανόζ έρχεται κρυφά στην Ελλάδα
Πώς ήρθε από την Αργεντινή, η σύλληψη στα Εξάρχεια, η πρώτη δίκη και η χειµαρρώδης απολογία του, η δεύτερη δίκη για κατασκοπεία και πώς άκουσε χαµογελώντας και κρατώντας ένα γαρίφαλο την ετυµηγορία. Στις 30 Αυγούστου 1949, οι αθηναϊκές εφηµερίδες κυκλοφόρησαν έχοντας ως πρώτη είδηση πως ο Γράµµος, το τελευταίο προπύργιο του προσκείµενου στο Κοµµουνιστικό Κόµµα ∆ηµοκρατικού Στρατού Ελλάδος, έπεσε στα χέρια του κυβερνητικού στρατού, σηµαίνοντας το τέλος του τετραετούς αδελφοκτόνου εµφυλίου πολέµου.
Μετά τη στρατιωτική ήττα οι αριστερές δυνάµεις υποχώρησαν στο έδαφος της Αλβανίας και από εκει διασκορπίστηκαν στις τότε Λαϊκές ∆ηµοκρατίες και τη Σοβιετική Ενωση. Οσες παρέµειναν εντός συνόρων υπέστησαν στην πλειονότητά τους διώξεις, εξορίες, ακόµη και εκτελέσεις. Το ίδιο το ΚΚΕ αναγκάστηκε να προσαρµόσει την πολιτική του µεταφέροντας το κέντρο βάρους από τον ένοπλο αγώνα στην ειρηνική µαζική πολιτική δράση. Οπως τονιζόταν και στην απόφαση που έλαβε η 6η Ολοµέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του κόµµατος, που έγινε τον Οκτώβριο του ίδιου έτους: «Η ήττα µας [...] επιβάλλει αλλαγή και στην πολιτική µας γραµµή. Η τακτική της συνέχισης οπωσδήποτε του ένοπλου αγώνα, που εκφράζει ένα µικροαστικό πνεύµα απελπισίας και έλλειψη προοπτικής, θα ’δινε τη δυνατότητα στον αντίπαλο να καταφέρει συντριπτικό χτύπηµα εναντίον των αγωνιστών και στελεχών του λαϊκού κινήµατος».
Στην ίδια απόφαση γινόταν αναλυτικά λόγος και για τη δηµιουργία ενός δυναµικού παράνοµου κοµµατικού µηχανισµού εντός Ελλάδας µε ταυτόχρονη αξιοποίηση των νόµιµων δυνατοτήτων που υπήρχαν. «Χωρίς αναβολή το Κόµµα πρέπει να προετοιµάσει και να στείλει στις µεγάλες πόλεις ολόκληρη σειρά από κοµµατικά στελέχη για το δυνάµωµα και την αναδιοργάνωση των τοπικών οργανώσεων, καθώς και για την εξασφάλιση εφαρµογής της καινούργιας γραµµής» όπως σηµειωνόταν. Η απόφαση αυτή,ειδικά ως προς το τελευταίο σκέλος της, βρήκε την πρώτη έµπρακτη έκφραση µε την αποστολή από την Πολωνία στην Ελλάδα του αναπληρωµατικού µέλους της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Νίκου Μπελογιάννη.
Εξ αντικειµένου, ο σοβαρότερος παράνοµος τοµέας που θα έπρεπε άµεσα να ανασυγκροτηθεί ήταν η Κοµµατική Οργάνωση της Αθήνας, που είχε διαλυθεί εξαιτίας των µαζικών συλλήψεων και εκτελέσεων. Ο Μπελογιάννης θα φτάσει κρυφά στην Ελλάδα µέσω Αργεντινής, περίπου 10 µήνες µετά τη λήξη του Εµφυλίου, αρχές Ιουνίου του 1950, µε το ψευδώνυµο Ερρίκος Πανόζ. Αρχικά µένει στο ξενοδοχείο «Μέγα» της οδού Σταδίου και ξεκινάει αµέσως τις προσπάθειες οργανωτικής ανασυγκρότησης του ΚΚΕ.
Κάνει τις πρώτες επαφές, αλλάζει ταυτότητα αποκτώντας µια επίσης πλαστή µε ελληνική υπηκοότητα, χτίζει το παράνοµο δίκτυο και αλλάζει τόπο διαµονής. Το µοιραίο λάθος είναι ότι αποφασίζει να µείνει σε ένα από τα «σπίτια του κόµµατος», στην οδό Πλαπούτα αρ. 30 στα Εξάρχεια. Το οίκηµα βρίσκεται υπό παρακολούθηση από τις διωκτικές αρχές και έτσι, στις 20 ∆εκεµβρίου 1950, συλλαµβάνεται µαζί µε το στέλεχος Στάθη ∆οµάζο. Το γεγονός δεν γίνεται γνωστό στους κύκλους των κοµµουνιστών, γιατί η Αστυνοµία µεταφέρει εσκεµµένα το ηγετικό στέλεχος υπό άκρα µυστικότητα στο κτίριο της Γενικής Ασφάλειας.
Ο πρώτος άνθρωπος που τον αναζητά είναι η σύντροφός του, Ελλη Ιωαννίδου-Παππά, καθώς το επόµενο βράδυ δεν εµφανίζεται στο ραντεβού που είχε µαζί της. Η αθέτηση της συνάντησης ήταν κάτι άγνωστο για την πρακτική του Μπελογιάννη. Αρχίζει να τον αναζητά. Στις 23 ∆εκεµβρίου µπαίνει στη γιάφκα της οδού Πλαπούτα και βρίσκει να την περιµένουν οι άνδρες της Ασφάλειας. Περίπου δέκα ηµέρες αργότερα ανακοινώνονται στον Τύπο οι συλλήψεις. Το δίκτυο των εκτός νόµου κοµµουνιστικών οργανώσεων άρχισε να εξαρθρώνεται.
Στο στρατοδικείο
Την ίδια ώρα δροµολογείται η δίκη του Μπελογιάννη βάσει του αναγκαστικού νόµου 509 του 1947, που είχε θέσει και τυπικά εκτός νόµου το ΚΚΕ. Στο Εκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών παραπέµπονται στις 19 Οκτωβρίου του 1951 συνολικά 93 άτοµα. Ηταν εµφανές πως επρόκειτο για πολιτική δίκη. Οι κατηγορούµενοι δικάζονταν για τις πεποιθήσεις τους. Σχεδόν κανένας ιστορικός δεν αµφισβητεί ότι η διαδικασία ήταν σκηνοθετηµένη. Απλώς ορισµένοι συγγραφείς που έχουν ασχοληθεί µε την υπόθεση έχουν επιχειρήσει να µετριάσουν ή ακόµα και να αρνηθούν τις ευθύνες της νεοπαγούς κυβέρνησης Πλαστήρα που ήθελε την κατάργηση των έκτακτων στρατοδικείων, ρίχνοντας το σύνολο των ευθυνών για τη διεξαγωγή της δίκης αποκλειστικά στο παρακράτος και στον ξένο παράγοντα – κυρίως τον αµερικανικό.
Στα πρακτικά της δίκης καταγράφηκε ένα πολύ µικρό απόσπασµα από τη χειµαρρώδη απολογία του Μπελογιάννη. Λιγότερες από 100 λέξεις, που αφορούν τον εκθειασµό του Κοµµουνιστικού Κόµµατος από τον κατηγορούµενο. Το παραθέτουµε όπως ακριβώς αναφέρεται στο Βιβλίο Πρακτικών του Εκτακτου Στρατοδικείου Αθηνών: «Αρνούµαι απολύτως την κατηγορίαν µου. Είµαι µέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ και γι’ αυτό δικάζοµαι σήµερον υποστηρίζων την πολιτικήν του ΚΚΕ, υποστηρίζων τη ζωήν µου. Τον Νόµον 509/47 βάσει του οποίου δικάζοµαι τον θεωρώ αντισυνταγµατικόν και ως νόµον σκοπιµότητος και τα έκτακτα στρατοδικεία τα θεωρώ ως δικαστήρια σκοπιµότητος.
Το ΚΚΕ ουδέποτε µέχρι σήµερον επιχείρησε να καταλάβη την Αρχήν διά της βίας. Ο,τι είχε µέχρι σήµερον κερδίση ο Ελληνικός λαός για το ψωµί του, το χρωστάει στο ΚΚΕ». Τελικά, στις τρεις το πρωί της 16ης Νοεµβρίου 1951 εκδίδεται η απόφαση. Ο Μπελογιάννης, η σύντροφός του Ελλη και δέκα ακόµη από τους 93 κοµµουνιστές καταδικάζονται σε θάνατο. Ο µοναδικός στρατοδίκης που δεν ψήφισε υπέρ της θανατικής ποινής ήταν ο ταγµατάρχης… Γεώργιος Παπαδόπουλος, µετέπειτα πρωτεργάτης της χούντας. Ξεσπά διεθνής κατακραυγή, µε τον πρωθυπουργό Νικόλαο Πλαστήρα να δηλώνει ότι η απόφαση δεν θα εκτελεστεί.
Η ανακάλυψη των ασυρμάτων
Τα πράγµατα όµως δεν είναι τόσο απλά όσο δείχνουν. ∆ύο ηµέρες πριν εκδοθεί η απόφαση, η Ασφάλεια Προαστίων της Ελληνικής Χωροφυλακής, µε τη συνεπικουρία των τεχνολογικών µέσων που διέθετε το αµερικανικό αεροπλανοφόρο «Roosevelt», που είχε αγκυροβολήσει ανοικτά του Πειραιά, ανακαλύπτει δύο παράνοµους ασυρµάτους. Εναν στην Καλλιθέα και έναν στη Γλυφάδα. Σύµφωνα µε την Αστυνοµία, οι ασύρµατοι αυτοί χρησίµευαν στην επικοινωνία των εγχώριων πυρήνων του ΚΚΕ µε τη Μόσχα.Υπεύθυνος για τον ασύρµατο της Καλλιθέας ήταν ο παλαίµαχος κοµµουνιστής Νίκος Βαβούδης, που για να µην πέσει στα χέρια των Αρχών αυτοκτονεί µέσα στην κρύπτη του. Για µία ακόµη φορά ιθύνων νους θεωρείται ο Μπελογιάννης, που µαζί µε 28 ακόµη άτοµα κατηγορείται πλέον για κατασκοπεία, βάσει µεταξικού νόµου του 1936.
Η δεύτερη δίκη αρχίζει στις 15 Φεβρουαρίου 1952 ενώπιον του ∆ιαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών. Ο Μπελογιάννης αρνείται όλες τις κατηγορίες και προβάλλει τις πατριωτικές ενέργειες του ίδιου και των συντρόφων του εναντίον των Γερµανών κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Η υπόθεση παίρνει τεράστιες διαστάσεις, όχι µόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρο τον κόσµο. Σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις πραγµατοποιούνται εκδηλώσεις συµπαράστασης. Μέσα σε 15 ηµέρες το δικαστήριο καταδικάζει οµόφωνα τον Μπελογιάννη, την Ελλη Παππά, τον Νίκο Καλούµενο, τον ∆ηµήτρη Μπάτση, τον Ηλία Αργυριάδη και τον Τάκη Λαζαρίδη σε θάνατο.
«Ο Νίκος είναι αθώος»
Αµέσως µετά την ανακοίνωση της ποινής, ένα άλλο σηµαίνον στέλεχος του ΚΚΕ, ο διωκόµενος Νίκος Πλουµπίδης, στέλνει επιστολή στις Αρχές µε την οποία αναλαµβάνει προσωπικά την ευθύνη για τη λειτουργία των ασυρµάτων. Αναφέρει µάλιστα πως θα παραδοθεί, αρκεί να µην οδηγηθεί «ο φίλος και σύντροφός µου Ν. Μπελογιάννης» στο εκτελεστικό απόσπασµα. Μάλιστα, για να µην αµφισβητηθεί η επιστολή, αφήνει στο κάτω µέρος το δακτυλικό του αποτύπωµα. Η κυβέρνηση αρνείται να µπει σε διαπραγµατεύσεις µε έναν καταζητούµενο.
∆ύο ηµέρες µετά τη δηµοσίευση της επιστολής, ο γενικός γραµµατέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης, από τον ραδιοφωνικό σταθµό «Ελεύθερη Ελλάδα» που εκπέµπει από το Βουκουρέστι, χαρακτηρίζει την επιστολή «µύθευµα της Αστυνοµίας», ισχυριζόµενος ότι ο Πλουµπίδης νοσηλεύεται στο εξωτερικό. Με την κίνηση, η ηγεσία του κόµµατος επέτρεψε επί της ουσίας την εκτέλεση Μπελογιάννη. Λίγο αργότερα θα καταγγείλει µάλιστα τον Πλουµπίδη ως χαφιέ της Ασφάλειας και πράκτορα του εχθρού και θα τον διαγράψει από µέλος του ΚΚΕ. Για την ιστορία, ο Πλουµπίδης θα συλληφθεί λίγους µήνες αργότερα και θα εκτελεστεί τον Αύγουστο του 1954. Ετεροχρονισµένα το κόµµα θα αντιληφθεί το λάθος του και θα τον αποκαταστήσει.
Δεν ήταν κόκκινο το γαρίφαλο
Ο ίδιος ο Μπελογιάννης, ντυµένος µε κάθε επισηµότητα, ακούει την ετυµηγορία ανέκφραστος. Στο χέρι κρατάει ένα γαρίφαλο που του έχει δώσει ο φωτορεπόρτερ Παναγιώτης Μήτσουρας ζητώντας να ποζάρει µε αυτό µπροστά στον φακό του. Το ασπρόµαυρο ενσταντανέ θα περάσει στην ιστορία. Πολλοί έσπευσαν να πουν ότι το λουλούδι ήταν κόκκινου χρώµατος (προφανώς για να το συνδέσουν µε το χρώµα του ΚΚΕ), αλλά στην πραγµατικότητα ήταν λευκό ή ροζ – αν και µικρή σηµασία έχει αυτό.
Η κυβέρνηση Πλαστήρα αδυνατεί να κατευνάσει τις διεθνείς αντιδράσεις. Μέσα σε περίπου µία εβδοµάδα λαµβάνει 250.000 τηλεγραφήµατα προοδευτικών ανθρώπων από όλο τον κόσµο που ζητούν να µην πραγµατοποιηθεί η εκτέλεση. Μορφές σαν τον ηθοποιό Τσάρλι Τσάπλιν, τον ποιητή Ζαν Κοκτό, τον φιλόσοφο Ζαν-Πολ Σαρτρ, τον συγγραφέα Πολ Ελιάρ, τον Ναζίµ Χικµέτ, τον ζωγράφο Πάµπλο Πικάσο, τον Γάλλο στρατηγό Ντε Γκολ και 159 βουλευτές των δύο µεγάλων κοµµάτων της Μεγάλης Βρετανίας προβαίνουν σε παρεµβάσεις.
Ο δε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, Σπυρίδων Βλάχος, αναφέρει µε επιστολή του προς τον βασιλιά ότι «έχω συγκλονιστεί από το ηθικό µεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο και από των πρώτων χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει µέλλουσα ζωή». Παρά τις εκκλήσεις, όµως, η ποινή δεν άλλαξε ποτέ, ούτε δόθηκε βασιλική χάρη. Ξηµερώµατα της 30ής Μαρτίου 1952, ο Μπελογιάννης και τρεις από τους καταδικασθέντες θα εκτελεστούν διά τυφεκισµού ώστε να µην προλάβουν να λάβουν τυχόν απονοµή χάριτος. Η Ελλη Παππά δεν θα εκτελεστεί επειδή κυοφορούσε το παιδί του Νίκου, το οποίο θα γεννήσει αργότερα στις φυλακές, ενώ ο Τάκης Λαζαρίδης τη γλιτώνει λόγω του νεαρού της ηλικίας του.
Το σκίτσο του Πικάσο
Συγκλονισμένος από το τραγικό γεγονός και βλέποντας στις εφηµερίδες τη φωτογραφία του «ανθρώπου µε το γαρίφαλο», ο διάσηµος Ισπανός ζωγράφος Πάµπλο Πικάσο, ενταγµένος από το 1944 στο Κοµµουνιστικό Κόµµα Γαλλίας, παίρνει το πενάκι του και αρχίζει να ζωγραφίζει στο χαρτί τον Μπελογιάννη αφαιρετικά. Ακριβώς στην ίδια στάση µε τη φωτογραφία που είχε µπροστά του.
Ο στρατιώτης που αρνήθηκε να πυροβολήσει τον φίλο του
Στο εκτελεστικό απόσπασµα που θα αφαιρούσε τη ζωή του Νίκου Μπελογιάννη συγκαταλεγόταν και ένας καλός του φίλος, ο Θανάσης Ροδόπουλος. Εκείνη την εποχή υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία σε ένα στρατόπεδο Πεζικού, στην περιοχή της Αγίας Παρασκευής Αττικής. Στις τρεις τα ξηµερώµατα της 30ής Μαρτίου 1952, τον ξυπνάει ο αξιωµατικός, µαζί µε καµιά εικοσαριά ακόµη φαντάρους που διατάσσονται να ντυθούν ταχέως και να ανέβουν στο καµιόνι.
Σε λίγα λεπτά είχαν φτάσει στη µάντρα του νοσοκοµείου «Σωτηρία» όπου θα γινόταν η εκτέλεση. Μόλις ο Ροδόπουλος είδε τον χώρο, κατάλαβε ποιον θα είχε απέναντι στο τουφέκι του. Σάστισε. Ολοι οι φαντάροι κατέβηκαν από το όχηµα εκτός από εκείνον. «Ελα έξω, τι κάθεσαι εσύ;» θα του πει ο λοχαγός. «∆εν θα βγω» αποκρίνεται εκείνος µε έναν κόµπο στον λαιµό. Ο αξιωµατικός εκνευρίζεται. Χωρίς δεύτερη σκέψη βγάζει το περίστροφο από τη ζώνη και το στρέφει στο πρόσωπο του αντιρρησία. «Ξέρεις τι µπορώ να κάνω βάσει του στρατιωτικού νόµου αυτήν τη στιγµή, έτσι;». «Το γνωρίζω, κύριε λοχαγέ. Κάντε ό,τι νοµίζετε. Εγώ από το καµιόνι δεν βγαίνω» απαντά ο στρατεύσιµος.
Ο λοχαγός είναι φουρκισµένος, αλλά αποφασίζει να µην πατήσει τη σκανδάλη. Επειτα από µερικά δευτερόλεπτα µεγάλης έντασης, βάζει το όπλο στη θήκη και αποµακρύνεται προκειµένου να στήσει το υπόλοιπο εκτελεστικό απόσπασµα. Παραδόξως αποφασίζει να µην αναφέρει το συµβάν στους ανωτέρους και έτσι ο νεαρός δεν διώχθηκε ποτέ. Την ιστορία αφηγήθηκε ο ίδιος ο Ροδόπουλος τρεις ηµέρες µετά την εκτέλεση Μπελογιάννη, στον κινηµατογραφικό σκηνοθέτη Φώτο Λαµπρινό. Οπως του είχε εξοµολογηθεί τότε, αυτό που δεν µπορούσε να αντέξει και τον έκανε να µείνει στο φορτηγό δεν ήταν η εκτέλεση αυτή καθ' εαυτήν, αλλά το βλέµµα. Φοβόταν το βλέµµα του Μπελογιάννη στην περίπτωση που τον αναγνώριζε.
Από µικρό παιδί τον ήξερε ο Ροδόπουλος. Στα Βραχνέικα της Πάτρας όπου µεγάλωσε, η οικογένειά του είχε κρύψει για ένα χρονικό διάστηµα στο σπίτι τον καταζητούµενο τότε Μπελογιάννη. Είχαν παίξει µαζί, είχαν κάνει παρέα, είχαν κουβεντιάσει επί ώρες. Πώς θα µπορούσε τώρα να τον πυροβολήσει κατάστηθα; Τον Μάρτιο του 2017, ο γενικός γραµµατέας του ΚΚΕ, ∆ηµήτρης Κουτσούµπας, πήρε ένα όπλο από τα κεντρικά γραφεία του Περισσού και ξεκίνησε για την Αµαλιάδα. Ηταν ένα σκουρόχρωµο πιστόλι Walther του 1938. ∆εν ανήκε βέβαια στον επικεφαλής του Κοµµουνιστικού Κόµµατος, αλλά στον Νίκο Μπελογιάννη, και φυλασσόταν επί χρόνια µαζί µε τη θήκη του σε ειδική αίθουσα µε πολλά άλλα ιστορικά ντοκουµέντα.
Ο κ. Κουτσούµπας πήγε το πολύτιµο κειµήλιο στα εγκαίνια της µόνιµης έκθεσης «Νίκος Μπελογιάννης» που λειτουργεί έκτοτε στην οικία του αγωνιστή στη γενέτειρά του. Οπως εξηγούσε αργότερα στον πρωθυπουργό, που έδωσε επίσης το «παρών», το όπλο αυτό το είχε πάρει ο Μπελογιάννης «κατά την περίοδο της Κατοχής από κάποιον Γερµανό και το είχε µαζί του στον ∆ηµοκρατικό Στρατό ως πολιτικός επίτροπος». Ο κ. Τσίπρας ζήτησε να µάθει πώς έφθασε το πιστόλι στην κυριότητα του Κοµµουνιστικού Κόµµατος.
«Είναι ολόκληρη ιστορία. Το κρύβανε οι αγωνιστές και γι’ αυτό δεν πρέπει ποτέ να χαθεί. Και δεν έκρυβαν µόνο όπλα, έκρυβαν χαρτιά, προσωπικά στοιχεία και πολλά άλλα, µε τεράστιο κίνδυνο για τη ζωή τους, πόσω µάλλον αν µιλάµε για όπλα. Εκτελούνταν». Μαζί µε το Walther, ο κ. Κουτσούµπας τοποθέτησε τότε στην ειδική προθήκη και τα γάντια του Μπελογιάννη. Για την ιστορία, να σηµειώσουµε ότι το πιστόλι δεν µπορεί να το δει κάποιος σήµερα στο νεοσύστατο µουσείο. Εξετέθη µονάχα για… µερικές ώρες και αµέσως επεστράφη και πάλι στον Περισσό για λόγους ασφαλείας, όπως ειπώθηκε. Η κίνηση δεν άρεσε καθόλου στον γιο του Μπελογιάννη, που φέρει επίσης το όνοµα Νίκος.
Τον φοβούνται και νεκρό
Οι Αρχές φαίνεται ότι φοβούνταν τον Μπελογιάννη ακόµη και νεκρό. Οπως προκύπτει από τον φάκελό του που διατηρούσε η Ελληνική Χωροφυλακή, στις 15 Απριλίου 1952, δηλαδή δύο εβδοµάδες µετά την εκτέλεσή του, η Αστυνοµική ∆ιεύθυνση Πειραιά µε έγγραφό της προς την Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφαλείας αναφέρει επί λέξει: «Παρακαλούµεν όπως λάβητε τα ενδεικνυόµενα µέτρα ασφαλείας εις Γ’ Νεκροταφείον κατά την Μεγάλην Πέµπτην, Μ. Παρασκευήν και Μ. Σάββατον συµφώνως προς δοθείσας προφορικάς οδηγίας εις τον κ. ∆ιοικητήν της υποδ/ νσεως Γεν. Ασφαλείας, προς πρόληψιν συγκεντρώσεων και άλλων έκτροπων εις τον τάφον του εκτελεσθέντος κοµµουνιστού Μπελογιάννη».
Το τραγελαφικό της υπόθεσης είναι ότι είχε δοθεί νωρίτερα εντολή να συλλεχθούν πληροφορίες ακόµη και για τον τάφο αυτόν καθ' εαυτόν. Ποιος τον έφτιαξε, από τι είδους υλικά, ακόµη και µε ποιον τρόπο. Στις 30 Απριλίου 1952 κατατίθεται προς την Υπηρεσία Πληροφοριών της Υποδιεύθυνσης Γενικής Ασφαλείας αναφορά αστυνοµικού οργάνου που λέει τα εξής: «Λαµβάνω την τιµήν εις εκτέλεσιν προφορικής διαταγής του κ. ∆ιοικητού να αναφέρω ότι ως εξακρίβωσα, τον τάφον του ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ Νικολάου τον κατασκεύασε διά µαρµάρου στις 28-4- 1952 ο ΣΠΑΡΒΕΡΗΣ Νικόλαος του Φιλίππου και της Μαριέτας, ετών 31, εκ Βερναρδάδου Τήνου, µαρµαρογλύπτης της οδού Κουµανούδη 49, κάτοικος οδού Βαρβάκη 72 του ΚΖ’ Τµήµατος Αθηνών. Ούτος εχρησιµοποίησεν ως τεχνήτην τον ΚΥΛΑΡΙΑΝΟΝ Φίλιππον του Φιλίππου, ετών 16, κάτοικον Περιστερίου. Η παραγγελία κατασκευής του τάφου, εγένετο υπό τας ακολούθους συνθήκας...».
Έλλη Παππά: Στην απομόνωση σε διπλανά κελιά
Η ζωή στο κελί ήταν πολύ δύσκολη τόσο για τον Νίκο Μπελογιάννη όσο και για τη σύντροφό του Ελλη Παππά. «Ηµασταν στην αποµόνωση σε κοντινά κελιά, έτσι ώστε να µπορούµε να επικοινωνούµε και µε τον βήχα. Ανταλλάσσαµε σηµειώµατα. Στην αρχή ήταν σκέτη τραγωδία, γιατί δεν είχαµε ούτε χαρτί ούτε µολύβι» θα πει η ίδια σε συνέντευξή της το 1992 στο περιοδικό «Ταχυδρόµος», περιγράφοντας τις ευφάνταστες προσπάθειες επικοινωνίας µε τον αγαπηµένο της. «Ο Νίκος βρήκε ένα τόσο δα µολυβάκι, έβγαλε λίγη µύτη και µου την έστειλε. Του έγραφα κρατώντας την ανάµεσα στα νύχια µου. Παίρναµε χαρτί από τα σκουπίδια, το πλέναµε, το στεγνώναµε. Αυτό γινόταν πολλές φορές την ηµέρα».
Και συνεχίζει: «Του Νίκου το κελί ήταν “λευκό κελί”. Ολόκληρο το εικοσιτετράωρο λουσµένο σε βασανιστικό φως. Το δικό µου ήταν “µαύρο”... Περίµενα να ανάψει ο γλόµπος του διαδρόµου και να στείλει στο ταβάνι του κελιού µου ένα τρίγωνο από φως. Με τις αντανακλάσεις, του έγραφα και διάβαζα τα δικά του. Κάποια στιγµή η µύτη του µολυβιού έλιωσε, έφυγε από τα νύχια µου, την έχασα. Εκαιγα τότε την άκρη ενός σπίρτου και τη χρησιµοποιούσα σαν γραφική ύλη. Από τότε άρχισε και ο Νίκος να ζητάει στη φυλακή τσιγάρα. Το αστείο είναι ότι οι χαφιέδες που ήξεραν ότι δεν καπνίζει θεώρησαν ότι “ο Μπελογιάννης έσπασε” κι άρχισε το τσιγάρο. Μάλιστα το διοχέτευσαν στις εφηµερίδες...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου