Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΓΧΥΣΗ ΚΑΙ Ο ΔΟΓΜΑΤΙΚΟΣ ΔΙΑΠΟΤΙΣΜΟΣ
ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Α. Χ. ΚΑΖΕΠΙΔΗ(*), Φεβρουάριος 2005
Υπάρχει ένα μεγάλο και περίπλοκο πρόβλημα που έχει προκαλέσει και εξακολουθεί να προκαλεί μεγάλη σύγχυση στην ελληνική Εκπαίδευση. Το πρόβλημα αυτό είναι η μακρόχρονη και συστηματική νοθεία της πνευματικής ανάπτυξης των νέων, μέσα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, με τη διδασκαλία Θρησκευτικοπολιτικών δογμάτων που δεν αντέχουν στην αντικειμενική δημόσια ανάλυση και κριτική.
Περίμενε κανείς ότι το νέο «Σύνταγμα της Ελλάδος» θα έδινε, επιτέλους, μια λύση στην ολοφάνερη αντίφαση που έκρυβαν μέσα τους αλλεπάλληλα προηγούμενα συντάγματα και θα έβαζε μια λογική τάξη στη διατύπωση των σκοπών της ελληνικής Εκπαίδευσης. Δυστυχώς η σύγχυση συνεχίζεται και στον τομέα της εκπαιδευτικής μας πολιτικής αλλά και στον τομέα της εκπαιδευτικής πράξης. Όπως θα δούμε παρακάτω, στο επίπεδο της επίσημης εκπαιδευτικής πολιτικής του κράτους η σύγχυση επικυρώνεται από το ίδιο το Σύνταγμα, ενώ στο επίπεδο της εκπαιδευτικής πράξης η σύγχυση υλοποιείται με τον άκριτο δογματικό διαποτισμό των νέων. Οι συνέπειες του δογματικού διαποτισμού των πολιτών είναι σοβαρότατες, όχι μόνο για το μέλλον και το χαρακτήρα της ελληνικής εκπαίδευσης αλλά και για το μέλλον και το χαρακτήρα ολόκληρης της νεοελληνικής κοινωνίας.
Η Συνταγματική επικύρωση της σύγχυσης
Το πρόβλημα έχει τις ρίζες του μέσα στο Ελληνικό Σύνταγμα που επί χρόνια τώρα «φάσκει και αντιφάσκει» σ' ο,τι αφορά τους σκοπούς της εκπαίδευσης. Πρώτα όμως χρειάζεται να κάνουμε μια παρένθεση για να δούμε πώς καθορίζει η πολιτεία τις σχέσεις της με την Εκκλησία, γιατί εκεί βρίσκεται η πηγή του κακού.
Οι νομοθέτες θέλουν οπωσδήποτε να δώσουν την εντύπωση πως η Ελλάδα είναι χώρα σύγχρονη και φιλελεύθερη. Έτσι, στο άρθρο 13 του Συντάγματος, μας λένε ότι «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως είναι απαραβίαστος» και ότι «πάσα γνωστή θρησκεία είναι ελευθέρα και τα της λατρείας αυτής τελούνται ακωλύτως υπό την προστασίαν των νόμων...», αλλά «ο προσηλυτισμός απαγορεύεται»!
Πρώτο ερώτημα: Τι είναι ο προσηλυτισμός και γιατί να απαγορεύεται από το ελληνικό Σύνταγμα; Το λεξικό ορίζει τη λέξη «προσηλυτισμός» ως την προσέλκυση σ' ορισμένο θρησκευτικό δόγμα. Ο προσηλυτισμός λοιπόν δεν είναι τίποτε το κακό, εκτός βέβαια αν οι νομοθέτες φοβούνται πως ο ελεύθερος διάλογος πάνω σε θρησκευτικά δόγματα θα συντελούσε στην εξασθένηση ή εγκατάλειψη «της επικρατούσης θρησκείας εν Ελλάδι». Και για να υπάρχει τέτοιος φόβος πρέπει τα θρησκευτικά δόγματα που προστατεύονται από το Σύνταγμα να μην αντέχουν σε δημόσιο έλεγχο. Ότι σκοπός των νομοθετών ήταν η προστασία των δογμάτων της Ορθοδοξίας φαίνεται καθαρά από το άρθρο 3 του Συντάγματος που λέει: «Επικρατούσα θρησκεία εν Ελλάδι είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας. Η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος, κεφαλήν γνωρίζουσα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, υπάρχει αναποσπάστως ηνωμένη δογματικώς μετά της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης και πάσης άλλης ομόδοξου του Χρίστου Εκκλησίας, τηρούσα απαρασαλεύτως, ως εκείνοι, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνας και τας ιεράς παραδόσεις... Το κείμενον της Αγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτον».
Εδώ έχουμε την πρώτη αντιπαιδευτική πράξη της πολιτείας διότι απαγορεύοντας τον ελεύθερο διάλογο πάνω σε αμφισβητούμενα θρησκευτικά δόγματα και προστατεύοντας με νόμο τα δόγματα της «επικρατούσης θρησκείας», η πολιτεία η ίδια παραβιάζει τα κριτήρια της παιδείας και βάζει τα θεμέλια για μια κλειστή κοινωνία. Θα πρέπει να είναι κανείς πολύ αδαής για να πιστεύει ότι η παιδεία είναι αποκλειστικά έργο του σχολείου όπου οι δάσκαλοι, ακολουθώντας επίσημα προγράμματα, χρησιμοποιώντας εγκεκριμένα εγχειρίδια και αλάνθαστες μεθόδους, μορφώνουν τους νέους! Ολόκληρη η πολιτεία με τους νόμους της και με τα ιδρύματα της, με τα ήθη και έθιμά της, με τα μέσα επικοινωνίας και συγκοινωνίας, κλπ., συμβάλλει στη μόρφωση των πολιτών της ή τη νοθεύει. Αυτό είχε στο νου του ο Περικλής όταν στον επιτάφιο λόγο του αποκαλεί την Αθήνα «Ελλάδος παίδευσιν». Με τα πολιτικά και πνευματικά της επιτεύγματα η Αθήνα μόρφωσε ολόκληρη την Ελλάδα. Η νομοθετική κατοχύρωση οποιουδήποτε δόγματος από το Ελληνικό Σύνταγμα και η απαγόρευση του διαλόγου πάνω σε «επικρατούντα» δόγματα, δεν ανήκουν στην κατηγορία εκείνη των πράξεων που και την παιδεία εξυπηρετούν αλλά και την αληθινή δημοκρατία οικοδομούν.
«Αρχή παιδεύσεως ονομάτων επίσκεψις»
Η γλώσσα δεν είναι μόνο το μοναδικό μέσο σκέψης, έκφρασης των ιδεών μας και επικοινωνίας με τους συνανθρώπους μας. Η ικανότητα ν' αποκτούμε και να χρησιμοποιούμε την καθημερινή μας γλώσσα μας ξεχωρίζει απ' όλα τ' άλλα όντα και μας καθιστά ικανούς ν' αναπτύξουμε τον πνευματικό μας κόσμο και να δημιουργήσουμε τον πολιτισμό μας σαν άνθρωποι. «Η ουσία του ανθρώπου βρίσκεται στη γλώσσα» λέει ο φιλόσοφος Martin Heidegger. Μέσα στην καθημερινή μας γλώσσα βρίσκονται όλες οι διακρίσεις που αναρίθμητες γενεές ανθρώπων βρήκαν αναγκαίες για να κατανοήσουν τον κόσμο, ν' αποκρυσταλλώσουν και οργανώσουν τις ιδέες τους, τις γνώσεις τους και τις αξίες τους. Αν, λοιπόν, η γλώσσα μας είναι φτωχή, πρωτόγονη, επίπλαστη, γεμάτη ασαφείς, θολές, αόριστες και διφορούμενες λέξεις, τότε και η σκέψη μας θα είναι φτωχή, ασαφής, άπιαστη, αμφισβητούμενη και συγχυσμένη. Κάτι ήξερε ο Σολωμός όταν έγραφε «... μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;» Γι' αυτό χρειάζεται, προτού εξετάσουμε την εγκυρότητα του άρθρου του Συντάγματος για τους σκοπούς της εκπαίδευσης, να εξετάσουμε τις έννοιες εκείνες που είναι βασικές σε κάθε σοβαρή συζήτηση εκπαιδευτικής πολιτικής.
Παιδεία και μόρφωση
Οι όροι «παιδεία» και «μόρφωση» δεν αναφέρονται σε συγκεκριμένες ενέργειες, όπως οι όροι «εκπαίδευση» και «διδασκαλία», αλλά σε ορισμένα κριτήρια σύμφωνα με τα όποια χαρακτηρίζουμε διάφορες ενέργειες, προγράμματα και ιδρύματα ως μορφωτικά (παιδευτικά) ή αντιμορφωτικά (αντιπαιδευτικά). Όταν λέμε ότι κάποιος είναι «μορφωμένος άνθρωπος» ή είναι «άνθρωπος με παιδεία», εννοούμε δυο πράγματα; Πρώτο, ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος έχει ορισμένες γνώσεις και δεύτερο, ότι αυτές τις γνώσεις τις θεωρούμε αξιόλογες, χρήσιμες, σημαντικές. Το πρώτο από τα κριτήρια αυτά το λέμε γνωσιολογικό, γιατί αφορά τις γνώσεις του μορφωμένου ανθρώπου, ενώ το δεύτερο το λέμε αξιολογικό, επειδή αναφέρεται στην αξία των αποκτηθέντων γνώσεων. Τα κριτήρια αυτά δεν είναι αυθαίρετα, αλλά αποτελούν τους λογικούς κανόνες που διέπουν τη χρήση των εννοιών «μόρφωση» και «παιδεία». Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο η πρόταση «Να ένας μορφωμένος άνθρωπος χωρίς καμιά γνώση» είναι αντιφατική. Το ίδιο συμβαίνει και με την πρόταση: «Αυτός είναι μορφωμένος άνθρωπος, αλλά δεν έχει μάθει τίποτε το αξιόλογο». Το πρώτο παράδειγμα παραβιάζει το γνωσιολογικό κριτήριο, ενώ το δεύτερο παραβιάζει το αξιολογικό κριτήριο της Παιδείας. Τα δυο αυτά κριτήρια μαζί προσδιορίζουν το παιδευτικό μας ιδεώδες. Όταν ένα από τα κριτήρια αυτά παραβιάζεται τότε έχουμε νόθευση της παιδείας. Φυσικά, κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να κατέχει και να κατανοεί όλες τις αξιόλογες γνώσεις που υπάρχουν σ' όλες τις περιοχές της ανθρώπινης δραστηριότητας. Μόνο ο άνθρωπος με την ιδεώδη μόρφωση, που δε βρίσκεται αναμεσά μας, θα μπορούσε να κατέχει όλες αυτές τις γνώσεις σ' όλο τους το πλάτος και βάθος. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι τα κριτήρια που επισημάναμε είναι άχρηστα. Ο μορφωμένος άνθρωπος πρέπει να κατέχει γνώσεις και όχι δογματικές δοξασίες, ανεξέλεγκτες υποθέσεις, προσωπικές προκαταλήψεις η προτιμήσεις. Και η επιδίωξη των γνώσεων μας υποχρεώνει ν' ακολουθούμε μερικές βασικές αρχές: Πρέπει να αναζητείται η αλήθεια κι όχι η σκοπιμότητα, να εξασφαλίζεται η ελευθερία σκέψης και διαλόγου πάνω σε αμφισβητούμενα θέματα, να υπάρχει λογική συνέπεια, διαύγεια σκέψης, σεβασμός προς τα αποδεικτικά στοιχεία, κλπ.
Ότι οι έννοιες «παιδεία» και «μόρφωση», σ' αντίθεση με τις έννοιες «διδασκαλία», «εκπαίδευση» και «αγωγή», ορίζονται από αξιολογικά και γνωσιολογικά κριτήρια, φαίνεται και από τα παράγωγα των λέξεων αυτών στις εκφράσεις «τα παιδευτικά αγαθά» ή «τα μορφωτικά αγαθά». Τα μορφωτικά αγαθά δεν είναι οι οποιεσδήποτε πολιτιστικές εκδηλώσεις του ανθρώπου, αλλά εκείνες πού αποτελούν συστατικά του παιδευτικού μας ιδεώδους. Ούτε είναι απλώς μέσα, όπως είναι η διδασκαλία και η εκπαίδευση, αλλά αναγκαία συστατικά της παιδευτικής επέμβασης. Μ' αλλά λόγια, ο μόνος τρόπος για να μορφώσουμε έναν άνθρωπο είναι να τον ή την εισαγάγουμε μέσα στις αξιόλογες εκείνες γνώσεις πού χαρακτηρίζουν το μορφωμένο άνθρωπο. Επομένως, τα μορφωτικά μέσα υπόκεινται στα ίδια γνωσιολογικά και αξιολογικά κριτήρια πού καθορίζουν το μορφωτικό μας ιδεώδες. Έτσι όλα εκείνα τα μέσα πού παραβιάζουν ή παραβλέπουν τη βούληση και την αντίληψη του μαθητή, όπως είναι η χρήση βίας, η υποβολή, η ύπνωση, η προπαγάνδα και η δογματική διδασκαλία, δεν μπορούν να λογιστούν θεμιτά παιδευτικά μέσα.
Με βάση λοιπόν τα δυο κριτήρια της παιδείας μπορούμε να χαρακτηρίζουμε ενέργειες, προγράμματα, μεθόδους, σκοπούς και ιδρύματα ως παιδευτικά (όταν συμμορφώνονται με τα κριτήρια της παιδείας) ή αντιπαιδευτικά (όταν τα παραβιάζουν). Είναι φανερό πως τα κριτήρια της παιδείας είναι θεμελιώδη όχι μόνο για την εκπαιδευτική πολιτική και πράξη αλλά και για ολόκληρη την πνευματική και πολιτιστική μας ζωή. Όπως λέει και ο Warner Jaeger, η παιδεία ως ενσυνείδητη επιδίωξη τελειοποίησης του ανθρώπου είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ελληνικού πολιτισμού. Δεν είναι αναζήτηση ναρκισσιστικών υποκειμενικών προτιμήσεων ή δογματική προσκόλληση σε αμφίβολες και ασαφείς δοξασίες αλλά συνεχής επιδίωξη πανοικουμενικών μέτρων και αξιών. Η αποδοχή από ολόκληρο το δυτικό κόσμο του ιδεώδους αυτού επιτρέπει στον Jaeger να χαρακτηρίζει ολόκληρο το Δυτικό πολιτισμό Ελληνοκεντρικό.
Αγωγή
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα «άγω» και σημαίνει χειραγώγηση του νέου για τη διαμόρφωση εκείνων των ηθικών, κοινωνικών και ψυχολογικών χαρακτηριστικών πού θεωρούνται αξιόλογα. Ο όρος αναφέρεται κυρίως στην ψυχολογική πλευρά της μορφωτικής επέμβασης και εξέλιξης του ατόμου και τονίζει το βασικό ρόλο του εθισμού και της πράξης για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα. Όπως λέει ο Πλάτων στους Νόμους του: «Παιδεία μεν εσθ' η παίδων ολκή τε και αγωγή». Η «αγωγή» δεν έχει το γνωστικό πλάτος και βάθος των όρων «παιδεία» και «μόρφωση», όπως φαίνεται και από τον τρόπο που χρησιμοποιούμε τη λέξη στην καθημερινή της χρήση. Μιλάμε, λ.χ., για «σεξουαλική αγωγή», για «στρατιωτική αγωγή» και για «θρησκευτική αγωγή», αλλά όχι για «σεξουαλική παιδεία», «στρατιωτική παιδεία», κλπ. Ότι η «αγωγή» αναφέρεται κυρίως στη διαμόρφωση του χαρακτήρα σύμφωνα με τους επικρατούντες κανόνες σε μια κοινωνία, φαίνεται και από το γεγονός ότι ο άνθρωπος που δεν έχει λάβει αγωγή λέγεται «ανάγωγος», ενώ εκείνος που δεν έτυχε να μορφωθεί λέγεται «αμόρφωτος». και ο αμόρφωτος άνθρωπος δεν είναι κατ' ανάγκη και ανάγωγος. Του αμόρφωτου του λείπει η προοπτική εκείνη που είναι το αποτέλεσμα ευρύτητας γνώσεων και βάθους κατανόησης. Ο ανάγωγος παραβιάζει τους παραδεγμένους κανόνες συμπεριφοράς. Παρόλο όμως που της αγωγής της λείπει ο γνωστικός χαρακτήρας της παιδείας, δεν πρέπει να συγχέεται με το δαμασμό των άλογων ζώων γιατί η αγωγή προϋποθέτει κάποια αντίληψη και κατανόηση κανόνων, συνηθειών, κλπ.
Εκπαίδευση και διδασκαλία
Οι όροι «εκπαίδευση» και «διδασκαλία» δηλώνουν ενέργεια, λειτουργία, δράση. Η βασική τους διαφορά από τους όρους «παιδεία», «μόρφωση» και «αγωγή» είναι ότι δεν περιορίζονται ούτε από τα γνωσιολογικά και αξιολογικά κριτήρια των δύο πρώτων όρων, άλλ' ούτε και από τους κοινωνικούς κανόνες τής αγωγής. Μ' άλλα λόγια, η εκπαίδευση και η διδασκαλία είναι απλώς μέσα που χρησιμοποιούμε για να μεταδώσουμε γνώσεις και επιδεξιότητες που θεωρούμε αξιόλογες ή χρήσιμες, ενώ η Παιδεία, που αποτελεί ένα ιδεώδες, είναι αυταξία. Γι' αυτό ακριβώς μπορούμε να ρωτήσουμε γιατί μια χώρα εκπαιδεύει τόσους μηχανικούς, στρατιώτες, ορειβάτες ή κατασκόπους, αλλά δεν μπορούμε να ρωτήσουμε γιατί μια χώρα μορφώνει όλους τους πολίτες της. Για μια ακόμη φορά φαίνεται ο θεμελιώδης χαρακτήρας των όρων «μόρφωση» και «παιδεία» για κάθε συζήτηση πάνω στην εκπαιδευτική μας πολιτική.
Η σύντομη αυτή ανάλυση των όρων «παιδεία», «μόρφωση», «αγωγή», «εκπαίδευση» και «διδασκαλία» είναι χρήσιμη για το επιχείρημα που ακολουθεί. Γιατί όπως θα δούμε σε λίγο γλωσσική ακαταστασία και πνευματική σύγχυση πάντα πάνε μαζί.
Η παραβίαση των κριτηρίων της παιδείας από το Ελληνικό Σύνταγμα.
Η απόφαση των ελλήνων νομοθετών να προσφέρουν συνταγματική προστασία στα δόγματα και τους κανόνες της 'Ορθοδοξίας έχει σοβαρές συνέπειες για το χαρακτήρα της ελληνικής εκπαίδευσης, όπως φαίνεται από το άρθρο 16 του Συντάγματος, παρ. 2.
«Η παιδεία αποτελεί βασικήν αποστολήν του Κράτους, έχει δε ως σκοπόν την ηθικήν, πνευματικήν, επαγγελματικήν και φυσικήν αγωγήν των Ελλήνων, την ανάπτυξιν της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως και την διάπλασιν αυτών ως ελευθέρων και υπευθύνων πολιτών».
Ότι οι ηχηρές και εντυπωσιακές λέξεις που χρησιμοποίησαν οι νομοθέτες κάνουν το άρθρο αυτό να φαίνεται σπουδαίο, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Ότι όμως τα άρθρο διατυπώνει σαφείς και ορθές απόψεις για την παιδεία είναι αμφισβητήσιμο. Πρώτα πρώτα το άρθρο μιλάει για παιδεία ενώ θα έπρεπε να μιλούσε για εκπαίδευση. Μόνο πρόσωπα και οργανισμοί (επειδή ακριβώς αποτελούνται από πρόσωπα) έχουν σκοπούς. Η παιδεία, ως ενσυνείδητη επιδίωξη τελειοποίησης του ανθρώπου, αποτελεί αυτοσκοπό και δεν μπορεί να έχει σκοπούς έξω από τον εαυτό της. Αντίθετα, η εκπαίδευση μιας χώρας, ως οργανωμένη λειτουργία, μπορεί να έχει σκοπό τη μόρφωση των πολιτών ή τον ιδεολογικό διαποτισμό τους σύμφωνα με τα επικρατούντα δόγματα (Όπως είδαμε πιο πάνω ο όρος «εκπαίδευση» δεν προϋποθέτει τα κριτήρια της παιδείας). Στη σημερινή Κίνα, λόγου χάρη, σκοπός της εκπαίδευσης είναι «η αγωγή των εργατών σύμφωνα με τη σοσιαλιστική συνείδηση και κουλτούρα». Δηλαδή οι Κινέζοι έχουν εγκαταλείψει, τουλάχιστο μερικώς, το δικό μας παιδευτικό ιδεώδες και τις αρχές που ένα τέτοιο ιδεώδες συνεπάγεται. Το γεγονός αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει γιατί η σημερινή Κίνα έχει όλα τα χαρακτηριστικά κλειστής κοινωνίας, όλες οι πολιτιστικές της εκδηλώσεις κρίνονται και μετρούνται με βάση τα πολιτικά της δόγματα.
Στην περίπτωση του Ελληνικού Συντάγματος δεν έχουμε εγκατάλειψη του παιδευτικού ιδεώδους, αλλά νόθευση του ιδεώδους αυτού και παραβίαση των κριτηρίων της παιδείας. Πώς αλλιώς μπορεί κανείς να ερμηνεύσει την αναφορά του Συντάγματος στην «ανάπτυξιν της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως» των Ελλήνων; Γιατί δηλαδή, πρέπει, για να είναι κανείς μορφωμένος, να έχει αναπτύξει την εθνική και θρησκευτική του συνείδηση; Αν, φυσικά, υποθέσουμε πως οι έννοιες αυτές είναι σαφείς και οι σκοποί κατορθωτοί.
Όπως είδαμε νωρίτερα τα κριτήρια της παιδείας υπαγορεύουν ότι ο μορφωμένος άνθρωπος πρέπει να κατέχει αξιόλογες γνώσεις. Τα κριτήρια του αν κατέχει κανείς ορισμένες γνώσεις είναι διαπροσωπικά-αντικειμενικά και όχι υποκειμενικά. Όταν, λόγου χάρη, λέει κανείς ότι 7+ 5=12, δε μας λέει κάτι που είναι υποκειμενικό και ανεξήγητο. Η πρόταση αυτή είναι σωστή γιατί ορίζεται από διαπροσωπικούς-αντικειμενικούς κανόνες. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο η πρόταση 7+5=13 είναι λανθασμένη. Όταν κάποιος υποστηρίζει ότι υπάρχει ζωή σε κάποιον άλλο πλανήτη, τότε ζητάμε τις σχετικές αποδείξεις που θα υποστηρίζουν την πρόταση του. Η παροχή αποδεικτικών στοιχείων είναι τόσο θεμελιακή, ώστε να κρίνουμε τη λογικότητα των συνανθρώπων μας από τον τρόπο που υποστηρίζουν τις γνωστικές τους αξιώσεις. Ο άνθρωπος που διατείνεται ότι γνωρίζει κάτι χωρίς να μπορεί να παρουσιάσει τις σχετικές μαρτυρίες που θα στήριζαν την αξίωση του, παραλογίζεται. Δίκαια λοιπόν περιμένουμε από τους συνανθρώπους μας να δείχνουν τόση βεβαιότητα για τις γνωστικές τους αξιώσεις όση τους επιτρέπουν τ' αποδεικτικά στοιχεία που έχουν στη διάθεση τους. Ολόκληρο το γνωστικό μας πεδίο κυβερνάται από παρόμοιους διαπροσωπικούς κανόνες. Αυτοί οι κανόνες μας επιτρέπουν να ξεχωρίζουμε λέξεις και φράσεις που έχουν σημασία από άλλες που δεν έχουν, αληθινές προτάσεις από ψεύτικες ή αμφισβητούμενες, επιστημονικές μεθόδους και προτάσεις από τις μεθόδους και προτάσεις των πνευματικά συγχυσμένων ή αυτών που για κάποια σκοπιμότητα θέλουν να θολώσουν το μυαλό μας.
Για να μπορέσουμε λοιπόν να χαρακτηρίσουμε «την ανάπτυξιν της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως» των πολιτών ως ενέργειες παιδευτικές, θα έπρεπε το περιεχόμενο τέτοιων επεμβάσεων να αποτελείται από κάποιου είδους γνώσεις, δηλαδή από προτάσεις που να διέπονται από διαπροσωπικούς κανόνες και μεθόδους. Είναι ολοφάνερο όμως πως στο χώρο της θρησκευτικής πίστης δεν υπάρχουν τέτοιοι κανόνες και μέθοδοι. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο έχουμε σήμερα εκατοντάδες θρησκευτικά δόγματα στον κόσμο και οι πιστοί κάθε δόγματος υποστηρίζουν πως αυτοί κατέχουν τη μόνη αληθινή, γνήσια, τέλεια θρησκεία.
Ότι τα θρησκευτικά δόγματα δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενα γνώσεων, φαίνεται και από την ακόλουθη σύγκριση. Στην επιστήμη μιλάμε για επιστημονικές θεωρίες ενώ στη θρησκεία μιλάμε για δόγματα. Οι θεωρίες επαληθεύονται, ενισχύονται ή διαψεύδονται με βάση διαπροσωπικούς κανόνες και μεθόδους, ενώ τα δόγματα ούτε μπορούν να επαληθευθούν ούτε και μπορούν να διαψευσθούν. Γι' αυτό και η χειρότερη κριτική που μπορούμε να κάνουμε μιας επιστημονικής θεωρίας είναι να την αποκαλέσουμε δόγμα κι όχι θεωρία. Τα δόγματα δεν μπορούμε να τα υποβάλουμε στον ίδιο κριτικό έλεγχο με τον όποιο ελέγχουμε επιστημονικές θεωρίες. Υπάρχει άρα ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στα θρησκευτικά δόγματα και τις επιστημονικές θεωρίες.
Όταν λοιπόν καλοκοιτάξουμε το παραπάνω άρθρο του Συντάγματος, βλέπουμε ότι, με το πρόσχημα της παιδείας, το Σύνταγμα όχι απλώς επιτρέπει αλλά παραγγέλλει τη διδασκαλία θρησκευτικών δογμάτων που δεν αντέχουν στο δημόσιο κριτικό έλεγχο γιατί δε στηρίζονται πάνω σε διαπροσωπικούς κανόνες και μεθόδους. Από τη μια μεριά λοιπόν το Σύνταγμα ενδιαφέρεται για την πνευματική και ηθική καλλιέργεια των νέων και τη διάπλαση ελευθέρων και υπευθύνων πολιτών, ενώ από την άλλη μεριά επιβάλλει τον άκριτο διαποτισμό τους με θρησκευτικά δόγματα. Δηλαδή, το άρθρο 16 του Συντάγματος, που θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται από απόλυτη διαύγεια και συνέπεια, κρύβει μέσα του μιαν ολοφάνερη αντίφαση που, όπως θα δούμε αργότερα, έχει τις βλαβερές του συνέπειες όχι μόνο για το χαρακτήρα και τη λειτουργία της Ελληνικής εκπαίδευσης αλλά και για το χαρακτήρα ολόκληρου του νεοελληνικού πολιτισμού.
Η νόθευση της παιδείας στην παιδαγωγική πράξη
Η αντίφαση και η σύγχυση που χαρακτηρίζει το άρθρο 16 του Συντάγματος καθώς και ολόκληρη την εκπαιδευτική πολιτική της χώρας αποκρυσταλλώνεται τελικά μέσα στα προγράμματα διδασκαλίας της Στοιχειώδους και της Μέσης Εκπαίδευσης. Δεν είναι, φυσικά, η μόνη περίπτωση παραβίασης των κριτηρίων της παιδείας - στα μαθήματα της Ιστορίας όλων των τάξεων παρατηρείται συχνά παρόμοια νόθευση. Εδώ όμως θα περιοριστούμε μόνο στην εξέταση της συστηματικής νόθευσης της παιδείας που επιτελείται με τη μύηση των νέων στα δόγματα της Ορθοδοξίας κάτω από το κάλυμμα της Παιδείας. Πρώτα όμως πρέπει να κάνουμε μιαν απαραίτητη διασαφήνιση. Είναι άλλο πράγμα να εξοικειώνει κανείς τους νέους με όλες τις υπάρχουσες θρησκείες στον κόσμο και να τις μελετάει συστηματικά, και εντελώς άλλο πράγμα να επιχειρεί να μυήσει τους νέους στα δόγματα μιας θρησκείας. Η πρώτη περίπτωση (θρησκειολογία) αποτελεί μέρος της γενικής μόρφωσης. Αντίθετα, η δεύτερη (κατήχηση) παραβιάζει τα κριτήρια της παιδείας και δε συμβιβάζεται με τους σκοπούς των μορφωτικών ιδρυμάτων.
Στα σχολικά μας προγράμματα, όμως, η θρησκειολογία είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Από τα τέσσερα βιβλία θρησκευτικών του Δημοτικού μόνο η «Κατήχηση και Λειτουργική» αφοσιώνει τέσσερις σελίδες για την εξέταση όλων των άλλων θρησκειών του κόσμου! Αλλά και η εξέταση αυτή γίνεται με σκοπό να «αποδείξει» ο συγγραφέας την υπεροχή της Ορθοδοξίας σε σύγκριση με τις άλλες «αμέτρητες θρησκείες με χαμηλό πνευματικό επίπεδο». Σκοπός δηλαδή δεν είναι η κριτική μελέτη του Χριστιανισμού, που επηρέασε βαθιά το δυτικό πολιτισμό, αλλά η μύηση των νέων και η αφοσίωση τους στα δόγματα της ορθοδοξίας. Οι λόγοι ενός των δικτατορίσκων της επταετίας: «Δεν ενδιαφερόμεθα εμείς να κάμωμεν τους Έλληνας μορφωμένους αλλά καλούς Χριστιανούς», συνοψίζουν την ολέθρια αυτή τακτική στην ακραία της μορφή. Δυστυχώς η άποψη αυτή, που αποτελεί «ακρογωνιαίο λίθο» της πνευματικής αντιπορείας στη σύγχρονη Ελλάδα, έχει τους υποστηρικτές της ανάμεσα στα στελέχη της Εκκλησίας και των ενόπλων δυνάμεων, στους πολιτικούς της χώρας, στους γονείς και πολλούς εκπαιδευτικούς. Πώς αλλιώς εξηγείται το γεγονός ότι όλα τα ελληνόπουλα σήμερα εξακολουθούν να κατηχούνται συστηματικά στα δόγματα της Ορθοδοξίας από την ίδια την πολιτεία;
Έτσι οι ιστορίες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης διδάσκονται σαν να ήταν αδιαμφισβήτητες ιστορικές αλήθειες. Στήν Γ' τάξη του Δημοτικού, λόγου χάρη, οι νεαροί μαθητές διδάσκονται ότι «Όταν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, χάος απέραντο απλωνόταν παντού και πυκνό σκοτάδι». Και ο ανίδεος μαθητής παραδέχεται την πρόταση αυτή όπως παραδέχεται και την πρόταση: «Όταν ο πατέρας γύρισε στο γραφείο του βρήκε ένα πραγματικό χάος». Κατά τον ίδιο τρόπο οι μαθητές της Δ' τάξεως μαθαίνουν ότι: "Η Καινή Διαθήκη είναι η νέα συμφωνία, την οποία έκαμε ο θεός με όλους τους ανθρώπους. Η νέα αυτή συμφωνία του Θεού με τους ανθρώπους έγινε δια του Κυρίου ημών Ιησού Χρίστου. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, ο όποιος ήρθε στον κόσμο, για να οδήγηση τους ανθρώπους με τη διδασκαλία Του στην αληθινή πίστη και να μας σώση με το αίμα Του από το βάρος της αμαρτίας και το προπατορικό αμάρτημα». Και ο συγγραφέας, βέβαιος ότι δίνει στους νεαρούς αναγνώστες του αδιάσειστες αλήθειες τους προστάζει να αγαπήσουν το βιβλίο του! «Όλα τα παιδιά πρέπει ν' αγαπήσετε το βιβλίο τούτο και να το διαβάσετε με προσοχή, για να γίνετε αληθινοί Χριστιανοί και καλοί άνθρωποι. Έτσι θα σας αγαπά ο Θεός, θα σας οδηγή στον καλό δρόμο και θα σας βοηθή στις δύσκολες στιγμές της ζωής σας».
Τα κακόμοιρα τα Ελληνόπουλα που υποχρεώνονται να διαβάζουν και να αποστηθίζουν κακόγουστα, ανιαρά και πνευματοκτόνα βιβλία σαν κι αυτά! Και όλα αυτά να γίνονται στο όνομα της παιδείας των νέων!
Η «Εκκλησιαστική Ιστορία» της Ε' τάξεως αρχίζει με τον ίδιο αδίστακτο τρόπο: «Όταν έγινε η ανάληψη του Ιησού στους ουρανούς από το όρος των Ελαίων, οι μαθητές του ήρθαν στα Ιεροσόλυμα». Και συνεχίζει ο συγγραφέας με τον αρρωστημένο εκείνο συναισθηματισμό που θυμίζει νεαρούς ερωτευμένους που δεν ελέγχουν πια τον εαυτό τους: «Κρατάνε στην ψυχή τους γλυκιά την ανάμνηση του Ιησού. Αισθάνονται σαν να βρίσκωνται σε αφιλόξενο περιβάλλον, γιατί τους λείπει Εκείνος. Όταν συγκεντρώνονται, τότε ξαναβρίσκουν το γνωστό θερμό περιβάλλον του Κυρίου».
Τέλος, στην «Κατήχηση και Λειτουργική» οι μαθητές της ΣΤ' τάξης διαβάζουν κάτι που και οι πρωτοετείς φοιτητές της Ανθρωπολογίας γνωρίζουν ότι είναι ψευδές. Γράφει λοιπόν ο συγγραφέας: «Ο άνθρωπος νιώθει βαθιά μέσα του μια ακατανίκητη ορμή να αναζητήσει και να βρει το Θεό. Είναι μια πανάρχαιη δίψα της ψυχής του ανθρώπου, του ανθρώπου κάθε εποχής και κάθε τόπου. Αυτή η ορμή κι η δίψα για την αναζήτηση του Θεού, λέγεται θρησκευτικό συναίσθημα. Το χαρακτηρίζουμε, σαν «καθολικό», αφού πουθενά στη γη και στην ιστορία δε θα βρούμε ανθρώπους που δεν κατέχονταν από αυτό».
Μ' αυτόν λοιπόν τον πνευματοκτόνο τρόπο προσπαθεί η Πολιτεία να καλλιεργήσει τη θρησκευτική συνείδηση των νεοελλήνων και να δημιουργήσει τους ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες που θα στηρίξουν το δημοκρατικό της οικοδόμημα! Συνηθισμένες αιτιολογίες για τη συνέχιση του θρησκευτικού διαποτισμού των νέων. Μερικοί απ' αυτούς που θεωρούν απαράδεχτο το δογματικό διαποτισμό των νέων μέσα στα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα ανέχονται τη συνέχισή του επειδή υποτιμούν τις βλαβερές του συνέπειες. Ελπίζουν λοιπόν αυτοί ότι όταν τα παιδιά μεγαλώσουν θα είναι σε θέση να εξετάσουν τα διάφορα θρησκευτικά δόγματα με κριτικό πνεύμα και να κρατήσουν μόνον εκείνα τα στοιχεία των θρησκευτικών Ιδεολογιών που έχουν πραγματική αξία. ?Aλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι η θρησκευτική διδασκαλία και μύηση είναι απαραίτητες για την ηθική αγωγή του ανθρώπου. Ο άνθρωπος που «δεν έχει φόβο Θεού» είναι, κατά τη γνώμη τους, ηθικά κατώτερος, αν όχι ανήθικος. Τέλος, υπάρχει ακόμη και η παράταξη εκείνων που επιμένουν πως το θρησκευτικό συναίσθημα είναι μέσα στη φύση του ανθρώπου και επομένως δεν πρέπει να το παραμελήσουμε.
Από τις παραπάνω θέσεις η πρώτη υποτιμά το σπουδαίο ρόλο των πρώτων βιωμάτων, συνηθειών και προτύπων για την πνευματική εξέλιξη του ατόμου. Όλοι όσοι ασχολούνται σοβαρά με τη μόρφωση των νέων συμφωνούν ότι οι πρώτες εμπειρίες του παιδιού είναι θεμελιώδεις για την κατοπινή του ανάπτυξη. Είναι λοιπόν παράλογο να εμπεδώνει κανείς στο μυαλό και στην ψυχή του νέου ανθρώπου συνήθειες, κανόνες και διαθέσεις που όχι μόνο δεν έχουν παιδευτική αξία αλλά αντιστρατεύονται και παρεμποδίζουν την πνευματική εξέλιξη του ανθρώπου. Και αν ακόμη υποθέταμε ότι αυτός ο πρώιμος δογματικός διαποτισμός των νέων ήταν αβλαβής, που οπωσδήποτε δεν είναι, και πάλι θα ήταν παράδοξο να σπαταλάμε την περίοδο εκείνη που τα παιδιά είναι πλέον εύπλαστα για να χτίζουμε κάστρα στην άμμο.
Η δεύτερη θέση, που υποστηρίζει ότι χωρίς τη θρησκευτική μύηση δεν μπορεί ο νέος άνθρωπος να αναπτύξει ηθικό χαρακτήρα, είναι απλούστατα λανθασμένη. Πρώτα - πρώτα, αν παραδεχόμασταν κάτι τέτοιο, τότε θα φτάναμε στο παράλογο συμπέρασμα ότι κανένας άθεος ή αγνωστικιστής δεν κατόρθωσε ή δεν θα κατορθώσει ποτέ ν' αναπτυχθεί ηθικά! Αλλά το πιο σοβαρό πρόβλημα με τη θέση αυτή είναι ότι παραγνωρίζει ή αρνείται τον αυτόνομο χαρακτήρα της ηθικής. Ο ηθικός άνθρωπος ακολουθεί τις ηθικές αρχές επειδή ακριβώς τις αναγνωρίζει ως ηθικές και όχι επειδή κάποιος τον έχει διατάξει να τις ακολουθήσει. Όλοι καταλαβαίνουμε το μικρό παιδί που για να δικαιολογήσει τις πράξεις του μας λέει πως ο πατέρας του ή η μητέρα του το παρακίνησαν να τις κάνει. Όταν όμως ένας ηλικιωμένος προσφεύγει σε παρόμοια επιχειρήματα, το πράγμα μας φαίνεται γελοίο. Η προσφυγή σε οποιαδήποτε αυθεντία, γονείς, ιερείς, εκκλησία, πολιτικό κόμμα, ιερά βιβλία, θεούς και δαίμονες, υποφέρει πάντα από την ίδια ελαττωματική λογική και είναι ένδειξη υπανάπτυκτης ηθικής σκέψης. Ο ηθικά ώριμος άνθρωπος δεν περιμένει από κάποια αυθεντία να του πει τι πρέπει να κάνει κάθε φορά που αντιμετωπίζει προβλήματα ηθικής επιλογής στη ζωή του. Απαραίτητος είναι ο εθισμός των παιδιών σε ηθικές πράξεις κι όταν ακόμη δεν κατανοούν τους λόγους των πράξεων τους. Χωρίς όμως την παράλληλη ανάπτυξη της σκέψης και της κρίσης τους πάνω σε καθημερινά ηθικά προβλήματα, η ηθική τους ανάπτυξη θα παραμείνει ατροφική. Χρειάζεται λοιπόν ν' αναπτύξουμε τον υπεύθυνο αυτόνομο άνθρωπο που θα μπορεί να πάρει στα χέρια του την ελευθερία του κι όχι τον άνθρωπο που θα φυτοζωεί σε βάρος της ηθικής σοφίας (ή μωρίας) του πολιτισμού του, χωρίς να συμβάλει τίποτε σ' αυτήν. Ούτε υποτιμάται εδώ ο καθοδηγητικός ρόλος των ανθρώπων εκείνων που με το παράδειγμά τους γίνονται σύμβολα ηθικού βίου μέσα σε μια κοινωνία. Πολλές φορές οι ηθικοί αυτοί οδηγοί είναι συγχρόνως και θρησκευτικοί ηγέτες. Ο λόγος όμως που τους θεωρούμε ηθικούς οδηγούς δεν είναι επειδή τυχαίνει να είναι και θρησκευτικοί ηγέτες. Πρέπει επίσης να τονισθεί εδώ ότι όσο χρήσιμοι κι αν είναι οι ηθικοί οδηγοί μέσα σε μια κοινωνία, δεν είναι παρά βοηθητικά μέσα που μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει για να πετύχει τη δική του ηθική αυτονομία.
'Αλλο πράγμα λοιπόν να είναι κανείς θρησκευόμενος άνθρωπος κι άλλο να είναι ηθικός χαρακτήρας. Επομένως, οποιαδήποτε κι αν είναι η αξία της θρησκευτικής μύησης, είναι ξεκάθαρο πως δεν μπορεί με κανένα τρόπο να υποκαταστήσει την ηθική αγωγή και μόρφωση του ατόμου. Και ενώ είναι δυνατό να μην υπάρχει καμιά σύγκρουση μεταξύ θρησκείας και ηθικής, πολλές φορές μερικές οι θρησκευτικές δοξασίες παραβιάζουν ηθικούς κανόνες, όταν, λόγου χάρη, μια θρησκεία κηρύσσει την αδιαλλαξία ή τιμωρεί όσους παραβιάζουν τα δόγματα της.
Η τρίτη θέση, που υποστηρίζει το έμφυτο της θρησκείας, στηρίζεται σε φανερές ασάφειες και λογικά σφάλματα. Υπάρχουν σήμερα πολλές απόψεις για το τι είναι θρησκεία. Μερικοί σύγχρονοι, λόγου χάρη, ορίζουν τη θρησκεία σαν ένα αίσθημα αφοσιώσεως σ' ό,τι ο καθένας μας θεωρεί σαν την υψηλότερη αξία στον κόσμο, ή σαν το θεμελιώδη προσανατολισμό της ζωής που βασίζεται σ' ένα αίσθημα ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ή σαν το σύνολο των αξιών που διέπουν τη ζωή μας. Είναι φανερό ότι όλοι αυτοί οι γενικοί και ασαφείς ορισμοί της θρησκείας δεν αναφέρονται στις παραδοσιακές θρησκείες που γνωρίζουμε, όπως είναι η ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία. Ο όρος «θρησκεία» χρησιμοποιείται σαν μιακαθαρά μεταφορική έκφραση ανθρωπίνων αξιών και ιδεωδών. Πολλές φορές η χρήση του όρου «θρησκεία» μ' αυτή την έννοια δημιουργεί πολλή σύγχυση.
Εδώ εμείς ενδιαφερόμαστε για τις παραδοσιακές θρησκείες όπου οι διάφορες θρησκευτικές προτάσεις δεν χρησιμοποιούνται απλώς ως μεταφορικές εκφράσεις ηθικών αρχών ή γενικών ανθρωπίνων ιδεωδών, αλλά ως προτάσεις που υποτίθεται ότι διατυπώνουν υπαρξιακές αλήθειες παρόμοιες μ' εκείνες που συναντάμε στην επιστήμη και που χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας ζωή.
Οι παραδοσιακές θρησκείες, όπως η ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία, χαρακτηρίζονται από δόγματα, στα οποία όλοι οι πιστοί υποτίθεται ότι πιστεύουν απολύτως, από ένα Ιερατείο, πού καθοδηγεί τους πιστούς σύμφωνα με τα δόγματα, από ιερά βιβλία που περιέχουν τα θεμελιώδη δόγματα, κανόνες, καθοδηγήσεις, ιστορίες, συμβουλές, κλπ., από συναθροίσεις των πιστών, που αποσκοπούν στην ενίσχυση της πίστης, από ιεροτελεστίες, εικόνες, αγίους, μυστήρια κλπ. Το γεγονός ότι οι παραδοσιακές θρησκείες διαφωνούν μεταξύ τους ως προς τα δόγματα, πάνω στα όποια στηρίζονται, οφείλεται στην έλλειψη των διαπροσωπικών, αντικειμενικών εκείνων αρχών και κανόνων ενεργείας που αρακτηρίζουν την επιστημονική έρευνα. Όχι πως οι επιστήμονες δεν διαφωνούν μεταξύ τους για την επάρκεια των θεωριών και μεθόδων ενεργείας τους. Αλλά αυτό που χαρακτηρίζει κάθε επιστημονική θεωρία είναι ότι πρέπει να μπορούμε να την ελέγχουμε με βάση παραδεγμένες μεθόδους και αρχές επιστημονικής έρευνας. Όταν αυτές οι διαπροσωπικές αρχές έρευνας παραβιάζονται και οι κανόνες ενεργείας λείπουν, τότε υποπτευόμαστε ότι δεν πρόκειται για επιστημονική θεωρία αλλά για θρησκευτικό ή πολιτικό δόγμα. Με ποιους διαπροσωπικούς κανόνες, λόγου χάρη, και με ποιες παραδεγμένες μεθόδους θα μπορούσε να ελέγξει κάποιος το αλάθητο του πάπα ή το γνωστό μύθο με τον όποιο ήθελε ο Πλάτωνας να πείσει όλους τους πολίτες για την καταγωγή και τη θέση τους μέσα στην ουτοπική του «Πολιτεία»; (ότι δηλαδή ο θεός που τους έπλασε ανάμειξε χρυσό στη φύση αυτών που είναι ικανοί να κυβερνούν, ενώ έβαλε άργυρο στη φύση των βοηθητικών μελών και σίδερο και χαλκό στη φύση των γεωργών και των χειροτεχνών)!
Στην περιοχή της επιστημονικής έρευνας δεν υπάρχει τόπος για δόγματα, που είναι ψευδή ή, το πιο συνηθισμένο, που η σημασία τους και η αλήθεια τους δεν μπορούν να διαπιστωθούν με παραδεγμένες μεθόδους, για θαύματα, που από ορισμού δεν μπορούν να εξηγηθούν λογικά, για υπερφυσική αποκάλυψη της αλήθειας, που πάλι από ορισμού δεν διέπεται από διαπροσωπικές αρχές και κανόνες έρευνας. Ο λόγος που κανένας επιστήμονας δεν επικαλείται τέτοια πράγματα είναι ότι κανένα απ' αυτά τα μέσα δεν μπορεί να μας δώσει γνώσεις. Μπορεί ο θρησκευόμενος άνθρωπος να αλλάξει ολόκληρο τον τρόπο ζωής του σαν αποτέλεσμα ορισμένων προσωπικών του εμπειριών, δεν μπορεί όμως με κανέναν τρόπο να υποστηρίζει ότι έχει γνώσεις. Ο λόγος είναι απλός: Κάθε φορά που κάποιος διατείνεται ότι γνωρίζει κάτι, οφείλει, αν θέλει να αναγνωρίσουμε το επιχείρημα του, να μας δώσει κατάλληλες αποδείξεις σύμφωνα με παραδεγμένους κανόνες. Όταν τέτοιες αποδείξεις λείπουν, τότε λέμε ότι ο άνθρωπος αυτός «νομίζει ότι...», η «πιστεύει ότι...», η «έχει τη γνώμη ότι ...». Έτσι, σήμερα εμείς λέμε : «Οι αρχαίοι νόμιζαν ότι η γη είναι επίπεδη». Αν λέγαμε : «Οι αρχαίοι γνώριζαν ότι η γη είναι επίπεδη», τότε θα δηλώναμε ότι κι' εμείς σήμερα αναγνωρίζουμε την πίστη τους σαν σωστή. Στα χρόνια του Μεσαίωνα η Καθολική Εκκλησία έκαιγε χιλιάδες ανθρώπους γιατί πίστευε (λανθασμένα) ότι όλοι τους ασχολούνταν με σατανικές μαγείες κλπ.. Εμείς σήμερα δεν μπορούμε πια να λέμε πως η Καθολική Εκκλησία γνώριζε ότι οι φτωχοί εκείνοι άνθρωποι ήταν όργανα του διαβόλου!
Είδαμε νωρίτερα ότι για να είναι κανείς μορφωμένος άνθρωπος πρέπει απαραιτήτως να κατέχει σημαντικές γνώσεις και όχι απλώς να έχει προσωπικές γνώμες, προτιμήσεις, ή διαθέσεις. Είδαμε επίσης πως η αναζήτηση γνώσεων διέπεται αναγκαστικά από ορισμένες αρχές: Πρέπει να αναζητείται η αλήθεια κι όχι η σκοπιμότητα, να εξασφαλίζεται η ελευθερία σκέψης και διαλόγου πάνω σε αμφισβητούμενα θέματα κλπ. Κατ' ανάγκη, λοιπόν, φτάνουμε στο συμπέρασμα πως η διδασκαλία των θρησκευτικών δογμάτων, όπως αυτή γίνεται μέσα στα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα, δεν μπορεί να έχει μορφωτική αξία. Κι επειδή ακριβώς ο δογματικός διαποτισμός των νέων όχι μόνο αδιαφορεί για τα κριτήρια της παιδείας αλλά και τα αντιμάχεται, μπορούμε δικαιολογημένα να πούμε ότι αποτελεί νόθευση της παιδείας. Πώς αλλιώς, μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς τη διδασκαλία αναληθών, ασαφών, ή αμφισβητουμένων δογμάτων σαν να επρόκειτο για απόλυτες αλήθειες. Οποιαδήποτε κι αν είναι η ψυχολογική χρήση της θρησκευτικής κατήχησης στο να δημιουργεί μιαν αίσθηση βεβαιότητας, ασφάλειας, ανακούφισης και ησυχασμού, είναι φανερό ότι δε συμβάλλει στη μόρφωση του ανθρώπου.
Αυτοί που υποστηρίζουν το έμφυτο του «θρησκευτικού συναισθήματος» πρέπει να μας πουν τι ακριβώς εννοούν με τη λέξη θρησκεία. Αν τη χρησιμοποιούν με την πρώτη της έννοια (δηλαδή, ως το σύνολο των αξιών που διέπουν τη ζωή ενός ατόμου), τότε μπορούμε να πούμε ότι δεν ακριβολογούν και ότι δε λένε τίποτε το νέο. Όλων των ανθρώπων η ζωή διέπεται από κάποιες αξίες που λίγο-πολύ διακρίνονται από κάποια συνέπεια. Αν όμως υποστηρίζουν ότι κάθε άνθρωπος έχει μέσα του έμφυτη την τάση να αναζητεί το Θεό, τότε λένε αυθαίρετα και αστήριχτα πράγματα. Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες άθεοι και αγνωστικιστές στον κόσμο σήμερα που δεν αισθάνονται καμιά απολύτως επιθυμία να αναζητήσουν θεούς ή δαίμονες. Και είναι καθαρή σοφιστεία αυτό που υποστηρίζεται από μερικούς, πως δηλαδή κι όσοι λένε πως είναι άθεοι στην πραγματικότητα δεν είναι άθεοι! Ένας τέτοιος ανεπίτρεπτος συλλογισμός κάνει όλους τους ανθρώπους θρησκευόμενους εξ ορισμού!
Κι αν όμως υπήρχε ένα τέτοιο πανανθρώπινο αίσθημα, που οπωσδήποτε δεν υπάρχει, και πάλι θα έπρεπε να διερωτηθούμε αν θα ήταν επιθυμητό να το καλλιεργήσουμε. Υποστηρίζουν, λόγου χάρη, σήμερα πολλοί κοινωνικοί επιστήμονες πως ο άνθρωπος είναι από τη φύση του επιθετικό ζώο, κανένας όμως δεν καταλήγει στο παράλογο συμπέρασμα ότι πρέπει να καλλιεργήσουμε την (υποτιθέμενη) έμφυτη επιθετικότητα του ανθρώπου).
Τέλος, λέγεται συνήθως από υποστηρικτές του θρησκευτικού διαποτισμού, ότι η ανθρώπινη λογική έχει τα όριά της και ότι πέρα από τα όρια του ανθρώπινου λόγου βρίσκονται οι «υπέρλογες» αλήθειες που αποκαλύπτονται μόνο με τη θρησκευτική πίστη. Το εντυπωσιακό αυτό ψευτοεπιχείρημα είναι στη βάση κάθε παράλογης ιδεολογίας που επιδιώκει κάποια αθέμιτη σκοπιμότητα. Είναι το συνηθισμένο μέσο που χρησιμοποιούν πολλοί αδίστακτοι σκοταδιστές για να πετύχουν τους χίλιους δυο ύπουλους σκοπούς τους. Είναι επίσης και το καταφύγιο όλων εκείνων που φοβούνται το άγνωστο, την αμφιβολία, την αβεβαιότητα και την αλλαγή, επειδή, έχασαν την πνευματική τους φρεσκάδα και τόλμη. Πέρα από τα όρια του γνωστικού μας χώρου υπάρχει το άγνωστο και γι' αυτό το άγνωστο μόνο πνευματικοί κομπογιαννίτες έχουν το θράσος να μιλούν.
Οι συνέπειες της ιδεολογικής σύγχυσης και του δογματικού διαποτισμού των νέων
Οι συνέπειες της ιδεολογικής ακαταστασίας που χαρακτηρίζει τους σκοπούς της ελληνικής εκπαίδευσης είναι βαθιές και εκτεταμένες. Από τη μια μεριά λέμε πως επιδιώκουμε τον πλουτισμό των πολιτών με γνώσεις και την πνευματική και ηθική τους ανάπτυξη, σύμφωνα με πανανθρώπινα κριτήρια και αρχές, ενώ από την άλλη μεριά αποθαρρύνουμε την κριτική-σκέψη και αμβλύνουμε το πνεύμα τους με τον άκριτο δογματικό διαποτισμό για την εξυπηρέτηση ασαφών πολιτικοθρησκευτικών σκοπιμοτήτων. Από τη μια μεριά το Σύνταγμα μιλάει για παιδεία, ενώ από την άλλη μεριά ενδιαφέρεται για την παθητική αποδοχή και διαιώνιση των ασαφών και αντιφατικών δογμάτων του θρησκευτικοπολιτικού κατεστημένου. Αυτή όμως η άκριτη σωβινιστική και παθητική διάθεση, όπως δίκαια είπε ο Whitehead, είναι ανθελληνική γιατί το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής παιδείας (και του ελληνικού πνεύματος γενικά) στις λαμπρότερες στιγμές της, ήταν η αναζήτηση πανοικουμενικών μέτρων και άξιων και όχι η υποχώρηση σε υποκειμενικές, παραδοσιακές ή ναρκισσιστικές διαθέσεις.
Ο μακροχρόνιος θρησκευτικός διαποτισμός των Ελλήνων θα πρέπει οπωσδήποτε να είναι υπεύθυνος, κατά μεγάλο μέρος, για το δογματισμό που επικρατεί μέσα στην κοινωνικοπολιτική μας πραγματικότητα. Όταν από μικρός ο Έλληνας μαθαίνει να δέχεται τα θρησκευτικά δόγματα ως απόλυτες, ουρανοκατέβατες αλήθειες, που δεν επιδέχονται κριτική, φυσικό είναι να συνηθίσει να δέχεται κατά τον ίδιο τρόπο και ένα πλήθος άλλα συνθήματα και δόγματα, ιδίως πολιτικά. Έτσι με τον πλάγιο αυτό τρόπο, για πολλά χρόνια τώρα, υπονομεύεται συστηματικά ο χαρακτήρας του νεοελληνικού μας πολιτισμού. Αντί να δημιουργούμε τους ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες με καθαρές ιδέες και με κριτικό, αλλά εποικοδομητικό πνεύμα, προσπαθούμε να δημιουργήσουμε ανθρώπους με σύγχυση και χωρίς προσανατολισμό. Αυτός ο άκριτος δογματισμός που έχει διεισδύσει μέσα σ? όλες σχεδόν τις πτυχές της νεοελληνικής κοινωνίας, είναι ένας από τους σοβαρότερους εχθρούς της δημοκρατικής προόδου της χώρας, γιατί αντιμάχεται τον ελεύθερο και φωτισμένο διάλογο. Είναι η βάση της σκοτεινής πολιτιστικής αντιπορείας που εναντιώνεται στην πρόοδο και την ευημερία της σύγχρονης Ελλάδας. Ίσως το μεγαλύτερο πνευματικό και πολιτιστικό σκάνδαλο της νεώτερης Ελλάδας να είναι ο αθέμιτος συμβιβασμός ή η ακούσια συνοδοιπορία πολλών Ελλήνων «διανοητών» μ' αυτή την αντιπορεία. Και για όσον καιρό η αντιπορεία έχει τους συμπαραστάτες της ή τους στυλοβάτες της μέσα στο πνευματικό και πολιτικό κατεστημένο της χώρας δε θα μπορέσει η Ελλάδα να δει την πραγματική της πνευματική, πολιτιστική και παιδευτική αναγέννηση.
Ιδιαίτερα σοβαρές είναι οι συνέπειες του δογματικού διαποτισμού των νέων για την ηθική τους αγωγή και μόρφωση. Επειδή οι ηθικοί κανόνες και αρχές διδάσκονται (όταν και όσο διδάσκονται!) ως οργανικά μέλη της θρησκευτικής ιδεολογίας, δε δίνεται η ευκαιρία στους μαθητές να μελετήσουν προσεκτικά τη φύση και τη λογική του ηθικού προβληματισμού. Έτσι οι νέοι παραμένουν με την εντύπωση πως για να είναι κανείς ηθικός άνθρωπος πρέπει να είναι και «θεοφοβούμενος άνθρωπος». Όταν όμως αργότερα για οποιοδήποτε λόγο απορρίψουν τη θρησκευτική τους πίστη, τότε οι ηθικοί κανόνες τους παραμένουν χωρίς θεμέλιο και χωρίς κίνητρο. Και υπάρχει πάντα ο φόβος, σε τέτοιες περιπτώσεις, να θεωρήσουν τους κανόνες της ηθικής το ίδιο αυθαίρετους και λογικά αθεμελίωτους όπως και τα δόγματα που τους υποστήριζαν και να τους παραμελήσουν ή και να τους απορρίψουν!
Το μεγάλο κακό λοιπόν που προκύπτει από τη σύγχυση της θρησκείας με την ηθική, και του θρησκευτικού διαποτισμού με την ηθική καλλιέργεια, είναι ότι η ηθική μας αγωγή και μόρφωση σαν έθνος παραμένει παρασιτική και ατροφική. Κι όταν ακόμα τυχαίνει πότε πότε ορισμένα ηθικά προβλήματα ν' αποκτούν κάποια δημοσιότητα, συνήθως συζητούνται από τη σκοπιά μιας θρησκευτικής, και πιο συχνά, πολιτικής ιδεολογίας. Δηλαδή ο ηθικός διάλογος υποτάσσεται στους θρησκευτικούς ή πολιτικούς καυγάδες σαν να μην είχε τη δική του αυτοτέλεια και λογική. Κι επειδή οι θρησκευτικές ή πολιτικές θέσεις που παίρνουν οι αντίπαλοι στηρίζονται τις περισσότερες φορές πάνω σε δόγματα, δεν μπορεί σε τέτοιες περιπτώσεις να υπάρχει γνήσιος διάλογος. Ούτε εκείνοι που βασίζουν τις ηθικές αρχές τους πάνω στα θρησκευτικά τους δόγματα άλλ' ούτε κι εκείνοι που έχουν τη συνήθεια να πολιτικοποιούν όλα τα θέματα μπορούν να ομολογήσουν την αμφιβολία ή την αγνοία τους (όταν αμφιβάλλουν ή δεν γνωρίζουν κάτι) όπως απαιτεί ο ειλικρινής διάλογος που αποβλέπει στην εύρεση του αληθινού, του δικαιολογημένου, του σωστού. Όταν σκεφθεί κανείς πως ο διάλογος, και μάλιστα πάνω σε ηθικά θέματα, αποτελεί απαραίτητο θεμέλιο για μια σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία, τότε αντιλαμβάνεται τις βλαβερές συνέπειες που έχει ο συστηματικός δογματικός διαποτισμός των νέων για ολόκληρη τη ζωή του έθνους.
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μιαν αντιφατική και παράδοξη εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα. Η καλλιέργεια του διαλόγου και της κριτικής σκέψης πάνω σε ηθικά προβλήματα, που αποτελεί θεμέλιο της δημοκρατικής κοινωνίας, παραμελείται, ενώ ο δογματικός διαποτισμός των νέων, που υπονομεύει τα θεμέλια της αληθινής δημοκρατίας, αποτελεί σοβαρό και μακροχρόνιο μέλημα της πολιτείας! Η μόνη λογική διέξοδος από την παράδοξη αυτή θέση είναι ν' αρχίσει το έθνος να θεωρεί εθνικό μόνον ο,τι είναι αληθινό, ωραίο και ηθικό.
_____________________________________________________________
(*) Ο Τάσος Καζεπίδης είναι ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφίας της Παιδείας στο Simon Frasher University του Καναδά. Έχει διδάξει σε πέντε πανεπιστήμια της Αμερικής και του Καναδά καθώς και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσ/νίκης. Έχει δημοσιεύσει πολλές μελέτες πάνω σε ποικίλα προβλήματα της φιλοσοφίας της παιδείας σε Αγγλικά, Αμερικανικά, Καναδικά και Ελληνικά περιοδικά.
Το βιβλίο του «Η Φιλοσοφία της Παιδείας» κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις ΒΑΝΙΑ το 1991 και σε δεύτερη έκδοση το 1992. Το άρθρο αυτό γράφτηκε το χειμώνα του 1979 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της ΟΛΜΕ «ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ», στο τεύχος 7. Η δημοσίευση αυτή προκάλεσε σκοταδιστική αυτεπάγγελτη μήνυση εναντίον του συγγραφέα και του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ, που και αυτή υποδηλώνει την ανάγκη πλήρους χωρισμού Κράτους-Εκκλησίας.
Τα αναφερόμενα άρθρα του Συντάγματος αφορούν το Σύνταγμα του 1975 και τα οποία παρέμειναν άθικτα στις δυο αναθεωρήσεις του 1986 και 2001 που μεσολάβησαν.
Το παραπάνω κείμενο είναι το αρχικό διορθωμένο πρόσφατα από τον ίδιο κυρίως, σύμφωνα με την νέα γραμματική.
Ο Τ. Καζεπίδης πρόσφατα συνέγραψε και το βιβλίο "Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΟΥ", εκδόσεις ΒΑΝΙΑ, στο οποίο αναπτύσσει γενικότερα και διεξοδικά το θέμα του άρθρου, αναλύοντας τις συνέπειες της θεοκρατίας για όλη την κοινωνία και καταλήγοντας στις απαραίτητες προτάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου