Ο Ζακ κι η μωβ σκιά
Μαργαρίτα Ικαρίου
Την ιδεολογική αοριστολογία του καναπέ έσκισε στα δυο η ύστατη ανάσα του Ζακ. Σαν έκθεμα γκροτέσκο σε γυάλινη σπασμένη προθήκη, ένα ημιθανές σώμα που το χτυπά ανηλεώς το μίσος και μια ζέχνουσα, επικίνδυνα εξαπλωμένη, εμετική και ματωμένη «αυτοδικία». Τους κανόνες δικαίου, τους ορίζει και εφαρμόζει ένα ευνομούμενο κράτος. Όχι το παπούτσι που κλωτσά μετά μανίας ένα κεφάλι…
Η αυτοδικία με άλλοθι την εγκληματικότητα, σε μια χώρα που εγκληματεί μακροχρονίως κατά των πολιτών της. Κλωτσάμε το μικροληστή μέχρι θανάτου. Τους λωποδύτες, τους καταχραστές, τους αρχικλέφταρους, τους τυμβωρύχους της εξουσίας, τους αποθεώνουμε. Ή, ακόμη χειρότερο, τους ψηφίζουμε...
Ολοένα και πιότερο οι άξενες πόλεις μας, φορούν τα γκρίζα ρούχα της σύνθλιψης αξιών και αξίων. Αλάλιασε ο τόπος κι οι άνθρωποι. Μαύρισε το μάτι μας. Ποτάμια οργής κι απόγνωσης, κυλούν αφρισμένα ανάμεσα στις συμπληγάδες της ανεργίας και της υποαπασχόλησης… Η Σκύλα της πείνας και τη Χάρυβδη της επιβίωσης κατατρώγουν τις σάρκες του ανθρωπισμού μας.
Το κέλυφος στο αυγό του φιδιού, έχει σπάσει. Οι μαυροφορεμένοι νεοσσοί με τατουάζ σε ανορθόγραφα αρχαιοελληνικά, ωσεί ταγματασφαλίτες του «πουλιού», κουτσούλισαν απεχθώς στο πρόσωπο μιας κοινωνίας που κατάντησε να επιβραβεύει κάθε λογής «τσαμπουκαλεμένους». Αυτούς που από μπαλκόνια, έδρανα, τηλεπαράθυρα και θώκους, επιδεικνύουν την επίπλαστη μαγκιά τους ανταλλάσσοντας ύβρεις, επιπέδου παρακμιακού καφενέ. Κι εκείνους, που επιδίδονται σε δεινές λεκτικές πιρουέτες για να «προστατεύσουν» τα παχυλά νώτα τους. Τους άλλους, που επικαλύπτουν με ακάθαρτο μανδύα τις έννοιες που -κάποτε- μας είχαν κάνει έθνος.
Ιδεολογίες, μετατράπηκαν σε πατσαβούρια. Σύμβολα και ιδέες, σκούπισαν στραβόκανα ποδοσφαιριστάδων, έγιναν λερά τραπεζομάντηλα στο μεγαλοτράπεζο από τα αποφάγια των πέντε κύκλων και των εκατόν δέκα πέντε συμφορών του «αρχαίου πνεύματος αθανάτου». Κάηκαν βραδιές και βραδιές από τους ασύλληπτους εδώ και δεκαετίες… «γνωστούς-αγνώστους» που χρησιμοποιούνται ως σκυλιά που αλυχτούν και σκιάζονται οι «νοικοκυραίοι». Μετατρεπόμενοι αργά αλλά σταθερά σε οργιζόμενους φασιστίζοντες «κατά αδυνάτων», αφού με τους «δυνατούς» αδυνατούν να τα βάλουν…
Λωποδύτες της πατρίδας υπήρξαν οι γραφιάδες και οι χαρτογιακάδες. Ο αδαής διορισμένος και ο ψεύτης εκλεγμένος. Η κυράτσα που έξυνε νύχι εν ώρα εργασίας κι ο πολιτικάντης που μετέφερε την αποτυχημένη κάθοδό του, από θεσούλα σε θεσάρα. Τα γνήσια τέκνα κίβδηλων προγόνων με αγωνιστικότητα που ξεπουλήθηκε στα μεγαλομπακάλικα της εξουσίας. Κι εμείς οι πολίτες, που περιορίσαμε την πολιτική μας έκφραση σε ένα ψηφαλάκι πίσω από το παραβάν, χειροκροτώντας κασσιτερωμένα «τίποτε». Αποθεώνοντας επί μακρόν το προφανές, ανάγοντάς το σε αξία. Απαξιώνοντας τον «άνθρωπο» για να κερδίσουμε «την έξοδο στις αγορές». Προβάλλοντας τις αγοραίες συμπεριφορές ως «μαγκιά»…
Το δίλημμα «εμείς ή αυτοί» είναι κίβδηλο. Τίθεται για να σφίξει κι άλλο το λουρί γύρω από τον λαιμό και των δύο. Στρέφοντας τον ένα κατά του άλλου, στην ουσία στρεφόμαστε κατά του εαυτού μας. Το μάρμαρο που συνέτριψε τη τζαμαρία της επίπλαστης νεοελληνικής ευημερίας, το πληρώνουμε. Κι εσείς, κι εγώ, και τα παιδιά μας και τα δισέγγονά μας. Διογκωμένο. Απειλητικό. Τέτοιο, που να καθίσταται ικανό να «καθυποτάξει». Να στερήσει από όλους μας τη φωνή της λογικής. Να βγάλει στην επιφάνεια τα πιο ταπεινά μας ένστικτα. Να διαπράξει έγκλημα κατά του ανθρωπισμού.
Κουβαλάμε μέσα μας με θυμό, μπόλικο «αμίλητο φόνο». Ουρλιάζει σκιαγμένος, κρύβεται ξεσηκωμένος, σφαδάζει χτυπημένος. Από τα πολλαπλά χτυπήματα, η κοινωνία μας γίνεται μπλαβί…
«…ΜΙΑ ΜΩΒ ΣΚΙΑ ξάπλωσε στον τόπο» έγραφε το 1986 ο Μάνος Χατζιδάκις. Και συμπλήρωνε: «Η πολιτεία αγανακτεί διότι υπάρχουν μερικά ζωντανά της κύτταρα που αντιδρούν άτεχνα, ανοργάνωτα, ίσως μ’ αφέλεια, σ’ όλην αυτή την οργανωμένη κρατική ασχήμια, που δεν συνήθισαν στην «παρουσία του τέρατος». Κορίτσια κι αγόρια, έτσι καθώς κοιτάτε με απορία κι αγανάκτηση, είμαι μαζί σας. Και σας αγαπώ…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου