
Πληθαίνουν...
...
οι κλεµµένοιΜάηδες της ζωήςµας. Του Σικάγου το 1886. Της Θεσσαλονίκης
το 1936. Του Παρισιού το 1968. Και λιγοστεύουν όλα όσα είχαν υποσχεθεί
για τη ζωή των ανθρώπων.
Να βάζει...
...
κανείς τέρµα στη ζωή του, είναι µερικές φορές κάτι σαν µια έσχατη
γραµµή νόµιµης άµυνας. Αυτό ακριβώς ήταν η τελευταία αυτοκτονία
εργαζοµένου στη γαλλική τηλεφωνική εταιρεία Φρανς Τελεκόµ.
Αυτοπυρπόληση. Παραµονές Πρωτοµαγιάς. Σε ένα πάρκινγκ της εταιρείας.
Αυτή ήταν η τελική λύση που αποφάσισε να δώσει τις προάλλες ο Ρεµί Λ.
Μια λύση τραγική γιατον ίδιο, για τους συγγενείς του, για τους φίλους
του, για όλους. Αποφάσισε έτσι µε τον χειρότερο τρόπο να γυρίσει
οριστικά τις πλάτες του στις πιέσεις, στις ταπεινώσεις και στους
εξευτελισµούς στους οποίους εδώ και χρόνια υποβάλλει τους εργαζοµένους
της εταιρείας η «∆ιεύθυνση ανθρώπινων πόρων». Αφησε πίσω του το
µελανό αποτύπωµα του θανάτου του πάνω σε έναν τοίχο. Ηταν η τελετουργική
θυσία ενόςανθρώπου που οι καταπιεστικές µεθοδεύσεις της εργοδοσίας τον
είχαν φτάσει στα άκρα – όπως δεκάδες άλλους συναδέλφους του στην ίδια
εταιρεία που, από τότε που ξέσπασε η οικονοµική κρίση, εξωθήθηκαν σε ένα
παρόµοιο τέλος. Οµως, η περίπτωση του Ρεµί Λ. διαφέρει από τις άλλες.
Επειδή είχε οριστεί µέλος της επιτροπής για την πρόληψη των εργατικών
ατυχηµάτων. «Εδώ και κάµποσο καιρό ήταν πολύπικραµένος, επειδή είχε
καταλάβει πως όλο αυτό δεν ήταν παρά στάχτη στα µάτια», εξοµολογείται
ένας συνάδελφός του στην εφηµερίδα «Ουµανιτέ».
Οι άνθρωποι...
...
λυγίζουν, όταν τα έσχατα όρια της πίκρας καταρρέουν από τις επιθέσεις
της αδικίας, του στρες, της παραγωγικότητας, της προσωρινής εργασίας,
του ανταγωνισµού που ρίχνει τον έναν εργαζόµενο εναντίον του άλλου. Οι
αυτοκτονίες εργαζοµένων έχει πάρει επιδηµική µορφή στη Ρενό, στην ΙΒΜ,
στις τράπεζες HSBC και BNP Paribas, στα ταχυδροµεία, στην ηλεκτρική
εταιρεία EDF, γράφει η «Ουµανιτέ».